Στο «Ο κύριος Μπένετ και η κυρία Μπράουν» -ένα δοκίμιο μαθητεία για όσους θέλουν να δοκιμαστούν στην τέχνη της δημιουργικής γραφής αλλά και τους ίδιους τους συγγραφείς, όπου με απαράμιλλο χιούμορ και σκωπτική διάθεση η Γουλφ μας παρασύρει στην περιπέτεια του εντοπισμού και της καθήλωσης της κυρίας Μπράουν, που όλο και ξεφεύγει, υποδεικνύοντας μας το πώς ένας συγγραφέας οφείλει να ασκηθεί στην ανάγνωση των χαρακτήρων» προκειμένου να τον καταστήσει «πειστικό». «Έλα και πιάσε με αν μπορείς» επαναλαμβάνει η κυρία Μπράουν «με τον πλέον σαγηνευτικό και γοητευτικό τρόπο» και όλοι τρέχουν πίσω από το φάντασμά της: «…ωθούμενοι από ανάλογες φρούδες ελπίδες, παραδέρνουν από βιβλίο σε βιβλίο, ξοδεύοντας τα καλύτερα χρόνια της ζωής τους στο κυνήγι και λαμβάνοντας, κατά κύριο λόγο, μια ελάχιστη ανταπόδοση. Ελάχιστοι συλλαμβάνουν το φάντασμα· οι περισσότεροι αρκούνται σε ένα κομματάκι από το φόρεμά της ή σε μια τούφα απ’ τα μαλλιά της». Το δοκίμιο διαθέτει σπιρτάδα, σάτιρα, κριτική, ενώ όταν η ίδια επιχειρεί να περιγράψει τη δική της κυρία Μπράουν, η γραφή της απογειώνεται. Εν πολλοίς το δοκίμιο αφορά τον τρόπο που προσεγγίζει κανείς έναν άλλο άνθρωπο, προβάλλοντας σε αυτόν τις δικές του εμμονές και προκαταλήψεις. Για να αποφευχθεί αυτό, οφείλουν κυρίως οι συγγραφείς να ασκηθούν στην «ανάγνωση του χαρακτήρα» – σε άλλο δοκίμιο το ονομάζει  «τρίο μάτι» και αλλού τον προσομοιάζει με το «ψάρεμα». Στο εν λόγω δοκίμιο εμφανίζεται το κύριο  μέλημα της Γουλφ να συλλάβει τις πολλαπλές πτυχές της πραγματικότητας, να αποδώσει την πολυπλοκότητα της ζωής με όσο το δυνατόν περισσότερα χρώματα και αποχρώσεις, και να δημιουργήσει αυτό που η ίδια αποκαλεί «πειστικότητα», σε αντίθεση με τον στείρο ρεαλισμό των Γεωργιανών ομότεχνων της. «…η κυρία Μπράουν είναι αιώνια, η κυρία Μπράουν είναι η ανθρώπινη φύση, η κυρία Μπράουν αλλάζει μόνο επιφανειακά, οι μυθιστοριογράφοι είναι εκείνοι που μπαινοβγαίνουν στο βαγόνι…»