Λίγες σκέψεις για το Brexit και το ReBrexit

  Μετά το αρχικό σοκ από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του Ιουνίου στη γηραιά Αλβιώνα και τη ξενοφοβική καμπάνια που προηγήθηκε για την αποχώρηση από μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάτι που ήθελαν –σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις- οι γηραιότεροι, πολλοί, στην προσπάθεια τους να ερμηνεύσουν την απόφαση των Βρετανών για το Brexit, μίλησαν για τον αγγλικό συντηρητισμό, την εγγενή υπεροψία τους και τη νοσταλγία για την παλαιά και κραταιά αυτοκρατορία. Όμως, υπάρχει κάτι που «ξεφεύγει» από τις ερμηνείες και τις πολιτικές αναλύσεις που διάβασα, νομίζω πως στην απόφασή τους το νησί τους να παραμείνει «αγεφύρωτο» νησί, καθοριστικό ρόλο έπαιξε η συνείδηση της εντοπιότητας τους: οι Άγγλοι πάντα διαχώριζαν τους εαυτούς τους από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, για αυτούς οι Ευρωπαίοι ήταν «οι άλλοι», αλλόκοτοι και εξωτικοί, και ίσως αυτό να οφείλεται εν μέρει, στην αδυναμία να απαλλαγούν από το σύνδρομο του νησιώτη.

Με το Brexit οι Άγγλοι διαχωρίζουν πλέον και επίσημα τη θέση τους, η όποια γέφυρα χτίστηκε τις τελευταίες δεκαετίες αποδείχτηκε σαθρή και εικονική, ούτε οι εξωτικές κουζίνες, ούτε τα γαλλικά μπιστρό, οι πιτσαρίες, τα IKEA σαλόνια, κατόρθωσαν, καθώς φαίνεται να μειώσουν την απόσταση. Η «βρετανικότητα» δεν σβήνει με το καπουτσίνο και τις γαλλικές μπαγκέτες, οι Άγγλοι έπιναν και πίνουν το τσάι τους πάντα νερουλό, πλένουν τα πιάτα τους στη λεκανίτσα χωρίς να ξεπλένουν τη σαπουνάδα, η βρύση με το κρύο νερό και η βρύση με το ζεστό παραμένουν στη θέση τους και το νερό ασυγχώνευτο (για να μην αναφερθώ σε άλλες αμήχανες και δυσάρεστες λεπτομέρειες που γνωρίζουν καλά όσοι είχαν την ευκαιρία να συμβιώσουν με Άγγλους). Επιπλέον, αυτές οι συνήθειες είναι μη ταξικές, τις συναντάμε σε όλα τα στρώματα και παραδόξως βρίσκουν τον τρόπο να διαιωνίζονται, την ώρα που τόσοι και τόσοι λαοί έχουν απαλλαγεί προ πολλού από τις συνήθειες των παππούδων τους. Οι Άγγλοι συνεχίζουν να οδηγούν αριστερόστροφα και να πίνουν τις μπύρες τους στις έντεκα το πρωί, την ώρα που ανοίγουν οι παμπ, να γεμίζουν τη μπανιέρα τους με ισόποσο κρύο και ζεστό νερό και να λατρεύουν τη Βασίλισσα. Αυτή η βαθιά ριζωμένη νοοτροπία, ακόμα και στους νεώτερους, δηλώνει ανασφάλεια και φοβία, ένα είδος δεισιδαιμονικής προσήλωσης σε μιας αόρατη εξουσία αλλά και της διαιώνισης των συμβόλων, όπως είναι η Βασίλισσα, η λίρα, το τσάι, το ξύδι στα fish and chips, τα δίπατα λεωφορεία και οι κόκκινοι θάλαμοι που αν και αχρείαστοι παραμένουν στη θέση τους.

Πολλοί Άγγλοι ταξίδεψαν και υιοθέτησαν ξένες συνήθειες, έκαναν προσπάθειες να «ανοιχτούν» και να γίνουν Ευρωπαίοι, αλλά βαθιά μέσα τους, όπως τώρα αντιλαμβάνομαι, υπήρχε η αδυναμία αποδοχής ενός διαφορετικού τρόπου ζωής επειδή μάλλον τους άφηνε αδιάφορους. Ο ίδιος λαός τις δεκαετίες του εβδομήντα και του εξήντα απορρόφησαν πλήθη από τις πρώην αποικίες, αν και οι τότε αφιχθέντες στο Νησί δεν ήταν μετανάστες, δεν ήρθαν στη χώρα με την πολιτισμική ανωτερότητα των Ευρωπαίων, αλλά κατέφθασαν ως εργάτες πρόθυμοι, υπάκουοι, σχεδόν υποτελείς, σεβόμενοι τις παραδόσεις της χώρας, συνεπώς εύκολα ενσωματώθηκαν και δημιούργησαν το σημερινό πολυπολιτισμικό τοπίο.

Κι όμως, σε αυτή τη γηραιά, αλλοπρόσαλλη χώρα ενυπάρχει μια ακόμα, δύσκολα ερμηνεύσιμη, παραδοξότητα που δεν μπορεί να προσπεράσει κανείς, ιδιαίτερα αν έχει ζήσει, ζυμωθεί και επηρεαστεί από τη γλώσσα και τον πολιτισμό της: Η γηραιά Αλβιώνα παρήγαγε ό,τι πιο νέο, ό,τι πιο ρηξικέλευθο και καινοτομικό παγκοσμίως, κι αυτό είναι από μόνο του οξύμωρο, αν λάβει κανείς υπόψη τη σχολαστική τυπολατρεία, την αδιάλειπτη διατήρηση παραδόσεων και συνηθειών. Από το νησί αυτό έφθασε στην ηπειρωτική Ευρώπη ό,τι πιο ανατρεπτικό στη σύγχρονη μουσική, στη λογοτεχνία, στη σκέψη, στα εικαστικά, στη μόδα και στις τέχνες εν γένει. Οι συντηρητικοί Άγγλοι, λάτρεις των παραδόσεων υπήρξαν ανέκαθεν και οι πλέον αντισυμβατικοί, πειραματίστηκαν με τη μίξη των ειδών, επιδόθηκαν σε δημιουργικές αποκλίσεις, υπήρξαν ελεύθεροι και βέβηλοι.

Θα έλεγα πως η έξοδος των Άγγλων είναι πέρα από μια πολιτική απόφαση και μια διαπραγμάτευση ενός ζητήματος μάλλον υπαρξιακού, που βιώνουμε και εμείς αντεστραμμένα, κυρίως όσοι έχουμε σπουδάσει και εργαστεί εκεί, διαπιστώνουμε, για μια ακόμα φορά, πως όσα χρόνια κι αν συμβιώσαμε μαζί τους, κάτι συνεχίζει να παραμένει ακατανόητο και ξένο, όσο κι αν έχουμε εμποτιστεί από την κουλτούρα τους, υπάρχει κάτι στη διαβρωτική ειρωνεία του χιούμορ τους, στη γενναιότητα της αυτοϋπονεύμευσής τους που παραμένει απρόσιτο και μυστηριώδες. Ναι, οι Άγγλοι ήταν πάντοτε εκκεντρικοί και απρόβλεπτοι.

image

Το Brexit ως μια συμβολική κίνηση απόσπασης και διαχωρισμού, αλλά και το επακόλουθο Rebrexit, αφορά και τους μη Βρετανούς, καθώς οι περισσότεροι από εμάς έχουμε ερωτευθεί με τα τραγούδια τους, έχουμε γαλουχηθεί με τους ήρωες τους και σε επίπεδο συμβολικό, μέρος της σκέψης μας μεταφράζεται στη γλώσσα τους. Μια τέτοια έξοδος, έστω και ασυνείδητα, είναι πλήγμα και για τη δική μας ταυτότητα. Το Brexit μας αφορά επειδή η χώρα αυτή συνέβαλε στη δημιουργία της προσωπικής μας μυθολογίας και έχει διεισδύσει στο ασυνείδητο του καθενός. Και πραγματικά δεν ξέρω το πως θα μπορούσε κανείς να πάρει διαζύγιο από τον εαυτό του.

Όσο για τους μετανοούντες Άγγλους, αυτούς που ζητούν δεύτερο δημοψήφισμα και θέλουν να γυρίσουν τον χρόνο πίσω, μου θυμίζουν, για μια ακόμα φορά, έναν Άγγλο συγγραφέα και το αλλόκοτο βιβλίο του. Μου θυμίζουν τον αβάν γκαρντ B S Johnson και το βιβλίο του The Unfortunates που κυκλοφόρησε το 1968 σε περιορισμένο αριθμό μέσα σε ένα πλαστικό κουτί, άδετο, με τις σελίδες τοποθετημένες στην τύχη, έτσι ώστε οι αναγνώστες να συναρμολογήσουν το βιβλίο κατά την προτίμησή τους, αν και το τέλος, δυστυχώς, ήταν δεδομένο. Κάποιοι από τους αναγνώστες διαμαρτυρήθηκαν και ο Τζόνσον τους προέτρεψε να κάνουν τέτοια σύνθεση ώστε το τέλος να σημαίνει κάτι άλλο για αυτούς.

Ο Β S Johnson αυτοκτόνησε το 1973, τη χρονιά που η Βρετανία προσχώρησε στην Eυρωπαϊκή Ένωση, το είπα σε έναν φίλο μου Άγγλο που προβληματίζεται με τις συνέπειες του Brexit και με ένα ελαφρύ μειδίαμα στράφηκε και μου είπε: « Είναι και η αυτοκτονία μια επιλογή, αυτό δεν ισχυρίζεται ο φίλος σου ο Σαρτρ;»

Η προσπάθεια να απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση έφερε στην επιφάνεια αυτό τον κείμενο.

Εμφάνιση άρθρου στον ιστότοπο της Athens Voice