H συγγραφή είναι μοναχική υπόθεση αλλά το Facebook είναι πειρασμός. Πώς άραγε θα χρησιμοποιούσαν τα Social Media οι μεγάλοι συγγραφείς;

Κατά τη διάρκεια µιας εργάσιµης ηµέρας, συχνά κάνω ένα ή και περισσότερα διαλείµµατα για να ρίξω µια µατιά στο Facebook… Ξέρω καλά πως δεν θα έπρεπε να το κάνω αυτό. Στο διάλειµµά µου θα έπρεπε να σηκώνοµαι από την καρέκλα, να πηγαίνω στο µπαλκόνι για να ποτίσω τα λουλούδια ή να κάνω κάποιες ασκήσεις για να ξεπιαστώ. Πάντα συµβουλεύω µαθητές και φίλους που θέλουν να ασχοληθούν σοβαρά µε τη συγγραφή να το αποφεύγουν, ει δυνατόν να σβήσουν το προφίλ τους από το Facebook για όσο διάστηµα χρειάζεται να  αντλήσουν υλικό από τη ζωή τους και να «βυθιστούν» στην ιστορία τους, και κυρίως να µην «ανακοινώνουν» τη διάθεσή τους ή τις σκέψεις τους. Όµως, η συγγραφή είναι µια µοναχική υπόθεση και, ας είµαστε ειλικρινείς, το Facebook είναι πειρασµός και µάλιστα εθιστικός. Με ένα πάτηµα του πλήκτρου ο µοναχικός γραφιάς µπορεί αστραπιαία να συνδεθεί µε ένα δίκτυο ανθρώπων, µια καθηµερινά ανανεώσιµη τοιχογραφία του κόσµου και ένα µεγάλο φάσµα της πραγµατικότητας εµφανίζεται αστραπιαία µπροστά στα µάτια του, χωρίς να χρειαστεί να αποµακρυνθεί από το γραφείο του. Στην οθόνη του απλώνεται ένα ογκώδες  µυθιστόρηµα, ισάξιο ενός έπους σε πλοκή και δράση, µε τραγωδίες, πάθη και ίντριγκες – όλες τις παραλλαγές και τις διαβαθµίσεις της ανθρώπινης κατάστασης.

Μπαίνω σήμερα το πρωί και διαβάζω την ανάρτηση ενός «φίλου» στο FB: «την ώρα που γράφω αυτά τα λόγια, η μητέρα μου μας αποχαιρετάει για την αποικία των αγγέλων», γράφει και αμέσως αλλάζει τη φωτογραφία του προφίλ του με τη φωτογραφία της μητέρας του στα δεκαοχτώ της, ένας άλλος ανακοινώνει το διαζύγιό του απλώς αλλάζοντας το στάτους του σε «ελεύθερος», κάποιος άλλος περιμένει τα αποτελέσματα της βιοψίας του και ζητάει τη στήριξή μας. Υπάρχουν αρραβώνες, γάμοι, επέτειοι, ασθένειες, αποφοιτήσεις, απολύσεις, αδικίες, σκάνδαλα, καταστροφές, και ατελείωτες φωτογραφίες από χαριτωμένα σκυλάκια, μαύρα γατάκια και προκλητικά εδέσματα. Και όλα αυτά με τη συνοδεία σχολίων, μερικά να αριθμούν σε εκατοντάδες: καρδούλες και emoticons, χέρια που επιδοκιμάζουν, χειροκροτούν, προσεύχονται. Υπάρχει κάτι το συγκινητικό σε αυτές τις εκδηλώσεις φιλίας και συμπάθειας, σε αυτή την παρέλαση αντιδράσεων και ανταποκρίσεων. Το Facebook, εντέλει, είναι ένας τρόπος για να παραμείνεις κι εσύ, που είσαι καθηλωμένος σε ένα γραφείο, συνδεδεμένος με έναν ταχύτατα μεταλλασσόμενο κόσμο και μάλιστα να αποκτήσεις την ψευδαίσθηση πως, παρά τους χαλαρούς δεσμούς, η γνώμη σου μετράει για ένα μέρος της ανθρωπότητας.  Κι όμως, συχνά, υπάρχει η γεύση της σκόνης, ή μάλλον του αφρού που επικάθεται πάνω σε πληροφορίες και σε αχώνευτα δεδομένα των αναρίθμητων αναρτήσεων, αντί για την  εγγύτητα, την εμβάθυνση και την αδιαμεσολάβητη πρόσβαση στην ανθρώπινη εμπειρία. Συχνά βλέπουμε να χάνεται το μέτρο, ο  πήχης να πέφτει κατακόρυφα για την προσέγγιση περισσότερων θαυμαστών και ακολούθων, για να συσσωρευτούν emoticons, ανθοδέσμες και καρδούλες.

Ποια είναι η αξία του προσώπου σου;

Και οι φίλοι; Οι πραγματικοί φίλοι, εννοώ, αυτοί που ήξερες προ fb, αυτοί που έχουν δει το αληθινό σου πρόσωπο να μεγαλώνει, να κλαίει, να γελάει; Τώρα, σε αυτό το μέσον, έχεις την ευκαιρία να μάθεις την αξία του προσώπου σου – αν επιμείνεις.

Μια καρδούλα αντί για ένα τηλεφώνημα. Ένα κλείσιμο του ματιού αντί για ένα SMS με την υπενθύμιση μιας παλιάς συνενοχής, μια σύντομη τυπική ευχή για αποκατάσταση κάποιας παλαιότερης σύγκρουσης αντί για μια επιστολή.

Αναρωτιέμαι αν θα είχα ποτέ γράψει τα βιβλία μου, πώς θα είχα εξελιχθεί εκείνα τα κρίσιμα χρόνια της νεότητάς μου, αν είχα δημοσιοποιήσει πρόχειρα τα βιώματά μου, χωρίς να έχω προλάβει να σιωπήσω, να εμβαθύνω, να  «καταπιώ» κάποιες αδικίες και να αφήσω τα τραύματα να μετουσιωθούν μέσα στο χρόνο. Αν υπήρχαν τα social media το 1996, όταν έχασα τον πατέρα μου, θα το είχα αναρτήσει άραγε στο Facebook;  Αντί να κάθομαι βουβή και σοκαρισμένη στο αεροπλάνο της επιστροφής στην Αθήνα από μια ξένη χώρα, πίνοντας ένα ποτηράκι ουίσκι και κοιτάζοντας έξω τα σύννεφα, θα αναζητούσα άραγε παρηγοριά στα λόγια συμπάθειας και στην ενθάρρυνση των «φίλων» μου, θα ένιωθα πιο δυνατή με τα likes και τα δακρυσμένα προσωπάκια ξένων ανθρώπων; Το όμορφο ποίημα που βρήκα στις σημειώσεις μου εκείνης της εποχής, θα είχε άραγε γραφεί ποτέ; Και αργότερα θα είχα την εσωτερική παρόρμηση να γράψω για εκείνη την ημέρα της ζωής μου και με το πλήρωμα του χρόνου το βίωμα και η απόγνωση της στιγμής να βρουν τη θέση τους στο κεφάλαιο ενός μυθιστορήματος, σε ένα διήγημα ή ακόμα και σε ένα κείμενο για άλλο συγγραφέα που αναφέρεται στην απώλεια ενός γονιού. Ή μήπως, έχοντάς το δημοσιοποιήσει σε ένα ποστ στο Facebook, έχοντας αποσπάσει τη συμπάθεια και έχοντας εκτονώσει πρόχειρα την ένταση της στιγμής, θα ένιωθα πως το είχα ήδη μοιραστεί και οι λεπτομέρειες θα περνούσαν αμάσητες στη λήθη;

Η έκρηξη του βιώματος

Σε ένα κείμενο της αμερικανίδας ποιήτριας Adrianne Rice βρήκα την εξής φράση: «Στα βιώματα που κρατάμε μέσα μας –και ιδιαίτερα στην πίεση που καταβάλλεται για να ξεχαστούν–, σ’ αυτή την πίεση οφείλεται η έκρηξη και η μετουσίωσή τους σε ποίηση».

Ζούμε σε μια εποχή που ελάχιστα είναι αυτά που «κρατάμε μέσα μας» και η βαλβίδα ασφαλείας –αν υπάρχει– σπανίως έχει την ευκαιρία να πιεστεί τόσο που να εκραγεί. Πολλές από τις σελίδες μυθιστορημάτων που εξακολουθούμε να διαβάζουμε και να θαυμάζουμε, τα  ποιήματα, οι επιστολές και τα ημερολόγια είναι προϊόν αυτής της ανάγκης, της ανάγκης να εκτονωθεί η εσωτερική πίεση μετά από καιρό «συμπίεσης», καθώς και της ανάγκης να αντληθεί ένα νόημα από το χάος, από την τυχαιότητα των γεγονότων που καθορίζουν την προσωπική μας ιστορία.

Μια από τις ωραιότερες πτυχές της συγγραφής είναι η αργή ενσωμάτωση των βιωμάτων μέσα από την επίμοχθη κατασκευή μιας ιστορίας, η άντληση νοήματος από την αλλοπρόσαλλη σειρά των γεγονότων και τον αδικαιολόγητο πόνο που μαστίζει τον κόσμο μας. Και όλα αυτά χρειάζονται χρόνο προκειμένου να βρεθούν οι συνδέσεις και οι συσχετισμοί με άλλα γεγονότα (πραγματικά ή επινοημένα) που θα τα καταστήσουν ικανά να απευθυνθούν και σε άλλους και να αποκτήσουν αναγνώστες πραγματικούς και όχι «φίλους» πρόθυμους να πατήσουν ένα like στις άτεχνες εξομολογήσεις μας.

Όταν βλέπω εκείνο το «What’s on your mind?»  θέλω να απαντήσω πως δεν χρειάζεται να  «αδειάσω» το περιεχόμενο του εγκεφάλου μου, δεν είμαι έτοιμη ούτε πρόθυμη να εξομολογηθώ – το αντίθετο. Προκειμένου να γράψω για όσα μου συμβαίνουν πρέπει να παραμείνω σιωπηλή, να διαπραγματευτώ τα θραύσματα της προσωπικής μου ιστορίας σαν κομμάτια ξύλου που έχουν παρασυρθεί από τα κύματα και έχουν ξεβραστεί στην ακτή, ένα κομμάτι μπορεί κάπου να βρει μια θέση και να αποκτήσει νόημα σε σχέση με άλλα ξεβρασμένα ξύλα. Υπήρχαν φορές που η ακτή παρέμεινε άδεια, περιστατικά και γεγονότα που έχουν αφανιστεί και που δεν τα μοιράστηκα ποτέ με κανέναν, όμως, κάποια στιγμή, την ώρα της σιωπής, βρήκαν τον τρόπο και ήρθαν στην επιφάνεια. Αυτό είναι το μυστήριο και η μαγεία της γραφής.

Αναρωτιέμαι πώς θα χρησιμοποιούσαν τα Social Media οι μεγάλοι συγγραφείς που θαυμάζουμε. Ποιες θα ήταν οι αναρτήσεις του Τζέιμς Τζόις, της Βιρτζίνια Γουλφ και του Χένρι Τζέιμς ή ακόμα και του Φλομπέρ, που παίδευε μέχρι εξάντλησης την κάθε του φράση;  Θα είχαν το χρόνο να γράψουν τα τόσο σύνθετα βιβλία τους και μήπως η παραγωγή είναι άρρηκτα δεμένη με την κάθε εποχή;  Δεν έχω απάντηση σε ένα τέτοιο υποθετικό ερώτημα, αλλά για ένα πράγμα είμαι σίγουρη: Οι  μεγάλοι δημιουργοί ήταν πάνω από όλα ευφυείς άνθρωποι και, ως τέτοιοι, αν χρησιμοποιούσαν το μέσον θα έβρισκαν ένα δικό τους καινοτομικό τρόπο για τη χρήση του, θα το προέκτειναν και θα το έφερναν στα μέτρα τους, αλλά να που γράφοντας έχω ήδη περάσει σε ένα άλλο θέμα που χρειάζεται σκέψη και έρευνα. Ίσως επανέρθω κάποια στιγμή στο μέλλον.

Εμφάνιση άρθρου:Athens Voice

http://www.athensvoice.gr/politismos/books/grafontas-sta-hronia-toy-facebook