H δύσκολη ώρα της απώλειας
Πώς επουλώνεις το τραύμα, όταν δεν το έχεις αναγνωρίσει;
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ

Την αφορμή για αυτό το σημείωμα μου την έδωσε μια κατάσταση (προτιμώ να μην την ονομάσω φαινόμενο) που διαπίστωσα πως υφίστανται πολλοί φίλοι και γνωστοί, και σπεύδουν να τη δηλώσουν μόνο όταν τους εμπιστευθώ πρώτη το πρόβλημά μου. Στη συνέχεια κάποιοι μιλούν για αυτή εξιστορώντας τα παθήματά τους, άλλοι την αποσιωπούν και κουνούν με κατανόηση το κεφάλι όταν την αναφέρεις, και όχι δεν πρόκειται για ανθρώπους της τρίτης ηλικίας, ανάμεσα τους υπάρχουν και πολλοί νεώτεροι. Αναφέρομαι στην καθημερινή (προσωρινή ή μόνιμη) απώλεια αντικειμένων, στο διαρκές ψάξιμο σε απίθανα σημεία για τα κλειδιά, το τηλέφωνο, το τηλεχειριστήριο, τις κάρτες, τα γυαλιά ή ακόμα και για το που παρκάρισες το αυτοκίνητο μια ώρα πριν. Εγώ θα ομολογήσω πως περνάω ένα μέρος της ημέρας μου ψάχνοντας, ψάχνοντας να βρω κάτι που συνήθως είναι μπροστά στα μάτια μου.

Μετά από κάποια «χτυπητά» περιστατικά αποφάσισα να συμβουλευτώ ειδικό, ο οποίος με καθησύχασε, είπε πως σίγουρα δεν πρόκειται για αρχή αλτσχάιμερ, ούτε κάποια άλλη ψυχιατρική διαταραχή, αλλά πως πάσχω από το σύνδρομο του καινούργιου αιώνα, την υπερπληροφόρηση, πως έχω πολλά και ταυτόχρονα θέματα που επιβαρύνουν τον εγκέφαλο, ο οποίος δυσκολεύεται να διαχειριστεί τα ενίοτε αντικρουόμενα μηνύματα και πως η απώλεια αντικειμένων ή η τοποθέτησή τους σε λάθος θέση είναι ένδειξη πως το υποσυνείδητο αντιδρά, μου ζητάει να απαλλαγώ από περιττές ενασχολήσεις για να κάνω χώρο, να αδειάσω τον εγκέφαλό μου από άχρηστες πληροφορίες.

Κάποια στιγμή ανέφερε τη λέξη στρες, άγχος, υπονόμευση της λογικής από το δεξί μέρος του εγκεφάλου, ανέφερε και τον φόβο επίσης, αλλά δεν σταθήκαμε εκεί. Μιλήσαμε για τη διάσπαση προσοχής που συμβαίνει σε άτομα που εμπιστεύονται όλο και περισσότερο το «ψαχτήρι» της Google αντί για τη μνήμη, με αποτέλεσμα αυτή να ατροφεί. Όμως καμία από αυτές τις ερμηνείες δεν με κάλυψε. Αντίθετα η λέξη «φόβος» με προβλημάτισε.

Έκτοτε προσπάθησα να δω τι συμβαίνει και για ποιο λόγο ψάχνω τα γυαλιά ενώ τα φοράω, ή τα κλειδιά την ώρα που τα κρατάω στο χέρι μου, πώς γίνεται να «χάνω» μια λέξη που μόλις έχω εκστομίσει. Η ιδέα πως το δεξί μέρος του εγκεφάλου μου με υπονομεύει, υπενθυμίζοντας την αδυναμία του να τα βγάλει πέρα με τη λογική ρύθμιση και ταξινόμηση των υποθέσεών μου, πως πρέπει να εφαρμόσω και στον εαυτό μου την «ποσοτική» χαλάρωση, και πως αυτές οι μικρές απώλειες είναι ανώδυνες προειδοποιήσεις, δεν με καθησύχασε καθόλου. (Αντιθέτως αυτοί οι παράδοξοι “οικονομικίστικοι” όροι που έχουν διεισδύσει στη ζωή μας και βρήκαν τη θέση τους στο λεξιλόγιο μας, με τρόμαξαν ακόμα περισσότερο). Νάτος πάλι ο φόβος.

Την ιδέα μου την έδωσε το ποίημα της αμερικανίδας ποιήτριας Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, «Η τέχνη της απώλειας». «Η τέχνη του να χάνεις», γράφει η Μπίσοπ, «δεν είναι μια τέχνη που τη μαθαίνεις δύσκολα, καθώς πολλά πράγματα μοιάζουν προορισμένα να χαθούν, ώστε ο (οριστικός) χαμός τους να μην είναι καταστροφικός».

Μήπως αυτό είναι και το νόημα της ζωής, οι μικρές καθημερινές απώλειες μας «συμβαίνουν» προκειμένου να μας προετοιμάσουν για άλλες, μεγαλύτερες που θα αναγκαστούμε να αντιμετωπίσουμε σε κάποια φάση της ζωής μας. Πώς όμως διαχειρίζεσαι αυτές τις μεγαλύτερες απώλειες όταν έχεις ήδη εξαντληθεί από τις μικρές, εικονικές και μη, απώλειες ή «εκπτώσεις στις προσδοκίες»; Πώς επουλώνεις το τραύμα, όταν δεν το έχεις αναγνωρίσει;

Νευρική αναζήτηση

Τα τελευταία χρόνια έχουμε όλοι «επιβαρυνθεί» με όλων των ειδών τις απώλειες, πέρα από μια πιθανή ή πραγματική απώλεια εργασίας και εισοδήματος, τη συρρίκνωση των όποιων φιλοδοξιών και διεκδικήσεων, την απώλεια ανθρώπων και φίλων, οριζόντων και στόχων, δηλαδή όλων αυτών που σε κρατάνε μάχιμο και ενεργητικό, μάθαμε, επίσης, όχι να «διαχειριζόμαστε» τις απώλειες, δηλαδή να τις πενθούμε, αλλά να τις καταπίνουμε «αμάσητες». Τις ονομάσαμε «περικοπές» και «διαχείριση χρέους» καθώς όλοι «χρωστάμε» κάτι, και όλο και λιγότερα λέμε για αυτό που μας συμβαίνει, καθώς γύρω μας υπάρχουν άλλοι που έχουν υποστεί περισσότερα, βολευόμαστε με το λίγο που όλο και συρρικνώνεται αλλά δεν αφανίζεται εντελώς, έτσι ώστε να διατηρείται ένα απομεινάρι ελπίδας και είναι αυτό το απομεινάρι που μας μπερδεύει ακόμα περισσότερο.

Αυτό είναι που μας κρατάει στον πάγο, σε μια κατάσταση «νευρικής αναζήτησης» – όπως την ώρα που ψάχνεις τα κλειδιά ή τις κάρτες σου εναγωνίως, ενώ κάθεσαι πάνω τους, ελπίζοντας πως θα τα βρεις, δεν παραιτείσαι και συνεχίζεις, όμως ο χρόνος αυτός είναι ο «χαμένος», ο μετέωρος χρόνος της αναβολής της απελπισίας ή της αποδοχής και μοιάζει με εκείνη τη φωνή που ακούγεται μέσα σε εφιάλτη και σε επιβεβαιώνει πως πρόκειται για όνειρο και πως σύντομα θα ξυπνήσεις.

Μετά το σημείο βρασμού

Ο ανθρώπινος οργανισμός δεν αντέχει μεγάλες δόσεις συναισθηματικής αστάθειας και παραλύει, κι αυτό το στάδιο είναι το επόμενο στάδιο μετά το σημείο βρασμού, είναι το σημείο εξάντλησης που έχουμε φθάσει ως κοινωνία –μετά από αμέτρητες περιφορές γύρω από την απώλεια, ή τον φόβο της απώλειας, είμαστε καταδικασμένοι να περιστρεφόμαστε γύρω της, ατέρμονα. Εν τω μεταξύ χάνεις εισοδήματα, δικαιώματα, ελευθερίες, στόχους, ορίζοντες, και άλλα για τα οποία ακόμα δεν έχουν βρεθεί οι λέξεις ούτε οι όροι, η post crisis εποχή, είναι μια κατάσταση ομιχλώδης, μια μετατραυματική εποχή χωρίς αναγνώριση του τραύματος, οι αλλεπάλληλες περιφορές γίνονται όλο και βαρύτερες, όλο και βαθύτερες, ενώ το καθαρτήριο δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, λες και αποφάσισε και αυτό να κρυφτεί. Η οργή έχει δώσει τη θέση της στη μεμψιμοιρία, η διαμαρτυρία στη χολή, τα επιχειρήματα στην γκρίνια, και τα αλλεπάλληλα σοκ στην παθητική ενατένηση του κενού.

Απραξία –η χειρότερη μορφή απώλειας

Νομίζω πως η ψυχιατρική είναι αντιμέτωπη πλέον με το φαινόμενο ενός νέου είδους κατάθλιψης, της συλλογικής κατάθλιψης που δεν χαρακτηρίζεται από ηττοπάθεια, αλλά από «ηττολαγνεία», μια γενικευμένη παραίτηση που οδηγεί… δεν ξέρω πραγματικά στο που οδηγεί, φοβάμαι σε μια άνευ προηγουμένου παραμόρφωση.

Σκυμμένοι μπροστά σε μικρές και μεγάλες οθόνες, πατώντας το ένα λάικ μετά το άλλο, πενθώντας και αναφωνώντας (πάντα εικονικά), με συνεχώς αυξανόμενη ταχύτητα, σαν να είναι αυτός ο μοναδικός τρόπος να αφήσουμε το δικό μας αποτύπωμα στον κόσμο, ενώ το αποτύπωμα είναι το ίχνος ενός και μοναδικού ανθρώπου που έρχεται στη ζωή για να ζήσει και να δοκιμαστεί με τις πράξεις τους. Φοβάμαι πως η απραξία είναι η χειρότερη μορφή απώλειας.

Σύνδεσμος στην Athens Voice