Της έστειλε γραπτό μήνυμα να συναντηθούν στο Σύνταγμα. Στο σταθμό του Μετρό. Το που ακριβώς δεν διευκρίνισε. Σε ποια είσοδο, σε ποια έξοδο, στους κεντρικούς σταθμούς υπάρχουν πάμπολλες, όπως και στους ανθρώπους: κάποιος μπαίνει μέσα σου από τα μάτια και βγαίνει με ένα «αχ» ή ένα «ωχ» από το στόμα, άλλος μπαίνει με ένα άγγιγμα και βγαίνει με ένα τίναγμα του κεφαλιού ή του κορμιού, ή ακόμα πιο δραστικά, κάποιος μπορεί να τρυπώσει ανύποπτα μέσα σου και να βγει μαζί με την ψυχή σου…

Ναι υπάρχουν πολλοί τρόποι, πάμπολλοι, πάμπολλοι, επανέλαβε μέσα της η Ευρυδίκη, κοιτάζοντας γύρω τον πολυσύχναστο σταθμό. Έτσι κι εδώ.

Πώς να τον αναγνωρίσει;

Ραντεβού στα τυφλά. Τυφλό ραντεβού. Άρχισαν να ανταλλάσσουν γραπτά μηνύματα πριν ένα μήνα σε ένα από αυτά τα σάιτ γνωριμιών του Ιντερνέτ: Βάζεις το προφίλ σου κι ο άλλος σου γράφει και σε ρωτάει τι δουλειά κάνεις, αν σου αρέσουν οι εκδρομές, τι ταινίες είδες, τέτοια πράγματα και μπορεί και πιο προσωπικά, αν προχωρήσει η συζήτηση και κάποια στιγμή έρχεται κι η ώρα της συνάντησης για να διαπιστώσετε αν είστε συμβατοί, παρά τον ασύμβατο τρόπο της γνωριμίας.

Προτίμησε να πάει με τα πόδια αλλά κάπου στο μέσον της διαδρομής άλλαξε γνώμη. Καλύτερα να πάρει το μετρό, καλύτερα να ανέβαινε από τα βάθη η Ευρυδίκη, από τα υπόγεια της γης και να έφθανε στο απόγειο της νέας της γνωριμίας, που…ποτέ δεν ξέρεις. Θα τον αναγνώριζε; Ε, σίγουρα θα τον αναγνώριζε. Δρ Παρανόρμαλ ήταν το ψευδώνυμό του. Της άρεσε και δεν ρώτησε ποτέ να μάθει το πραγματικό του όνομα. Λένε πως η ανωνυμία βοηθάει να ξεπεράσεις τις αναστολές. Μπορεί. Τώρα ήρθε η ώρα οι ανώνυμοι να γίνουν επώνυμοι. Ήρθε η ώρα να πάρει ένα πρόσωπο ο μασκοφόρος Παρανόρμαλ. Αρκετά χόρεψαν αυτόν τον χορό της μηνυματο-γραφίας. Ήρθε η ώρα να βγάλουν τις μάσκες. Αρνήθηκε να του στείλει ψηφιακή φωτογραφία. Καλύτερα να αποφύγει την αποστολή της φάτσας της σε ξένα κινητά. Πρόσωπο με πρόσωπο καλύτερα. Αντιμέτωποι. Ραντεβού στα φανερά, έπρεπε να το λένε. Όμως δεν της είχε πει που ακριβώς θα την περίμενε κι εκείνη ξέχασε να του ζητήσει να διευκρινίσει.

Συνέχισε να περπατάει στους δρόμους της πόλης, γυρεύοντας έναν σταθμό για να πάει μέχρι το Σύνταγμα. Στους δρόμους της πόλης είχε μια αλλόκοτη αίσθηση ελευθερίας. Σαν να περιδιάβαινε σε γκαλερί μοντέρνας τέχνης. Έργο τέχνης είναι κι οι δρόμοι των πόλεων, εκεί όλοι είναι δημιουργοί και καταστροφείς. Είσαι ελεύθερος να παρέμβεις, είσαι μέλος πίνακα! Να παρέμβεις; Είκοσι πέντε κάμερες παρακολουθούν τον κάθε περαστικό στους δρόμους του Λονδίνου. Γιατί είμαστε όλοι εν δυνάμει τρομοκράτες ή θύματα τρομοκρατών ή τρομοκρατημένοι. Με όλα εκείνα τα μολυσμένα από πολώνιο σημεία στο κέντρο. Πας για σούσι, πας βόλτα το σκύλο σου, πας στο γιατρό σου και βρίσκεσαι δηλητηριασμένος από ουσίες και δεν υπάρχει αντίδοτο. Αχ, ευτυχώς, είπε μέσα της. Εδώ δεν είμαστε Λονδίνο, εδώ έχουμε αντίδοτα για τα δηλητήρια μας. Αχ ας ελπίσουμε πως ο Δρ Παρανόρμαλ θα έχει προνοήσει: Κάτι να της πει, κάπως να την ανεβάσει. Τόσο ωραία τα έγραφε.

Όμως σε ποιο σημείο θα τον συναντούσε; Μήπως στα μηχανήματα αγοράς εισιτηρίων; Στο τέρμα, στις σκάλες; ή μήπως στη βιτρίνα μπροστά από το σκελετό Μπρρρρ Τι ιδέα κι αυτή να βάλουν έναν σκελετό στη βιτρίνα, τα έγκατα της γης σε κοινή θέα. Ποιος τους έδωσε το δικαίωμα;
Η Ευρυδίκη φοβάται τα έγκατα. Εξάλλου η μυθολογική θα είχε δει το φως αν η ανυπομονησία του Ορφέα δεν την έστελνε πίσω στο αιώνιο σκότος. Και γιατί να γυρίσει ο Ορφέας να την κοιτάξει; Δεν άντεχε και την καταδίκασε για πάντα στη νύχτα; Αχ, οι μύθοι πάντα μας λένε και κάτι άλλο αν μπορούμε να ακούσουμε. Όλα μας λένε και κάτι άλλο. Ακόμα και τα βουβά. Κυρίως αυτά. Και ο σκελετός μιλάει. Κι αν όχι αυτός αυτοί που τον κοιτούν.

Προσπερνάει τους περαστικούς, την αφηρημένη ματιά τους, τα μελαγχολικά μάτια των μεταναστών, το θρασύ βήμα των ισχυρών αυτής της πόλης με βαλίτσες και καλοραμμένα κουστούμια, τους γέρους με το διστακτικό βήμα, τους αδύναμους, αβέβαιους άντρες και γυναίκες με άσπρα μαλλιά και πρόσωπα ρυτιδωμένα. Προσπερνάει τις γελοίες γιγαντοαφίσες ενός άλλου εικονικού κόσμου από σουτιέν, κυλοτάκια, τέλεια σώματα, λευκά δόντια, λευκά δέρματα, ξανθά μαλλιά και μαύρα εσώρουχα, τα μαυρισμένα σώματα σε εξωτικές παραλίες, τα πολυτελή καταστήματα και τα ταξίδια αναψυχής σε επίγειους παραδείσους, πριν κατέβει και χωθεί βιαστικά στον υπόγειο.

Ανέβηκε τρέχοντας τις συμβατικές σκάλες, κοιτάζοντας τα πλήθη να συνωστίζονται στις κυλιόμενες. Τα πλήθη που επιμένουν στην ανώδυνη άνοδο, είτε λόγω κούρασης, είτε λόγω της συνήθειας καταβολής του ελάχιστου κόπου. Συντήρηση δυνάμεων; Όμως, ό,τι σου δόθηκε είναι για χρήση. Ότι περιπέσει σε αχρηστία κάποτε θα το νοσταλγήσεις. Μπορεί κάποτε κι εσένα να σε εκθέσουν και να μην έχεις τη δύναμη, να μην έχεις την ψυχή να απομακρυνθείς. Να το βάλεις στα πόδια. Να μη μπορείς να βάλεις στα πόδια τη δύναμη σου, την ψυχή σου και να το σκάσεις. Ίσως αυτό να θέλει να κάνει ο σκελετός πίσω από το τζάμι. Με ποιο δικαίωμα εκθέτουν τους νεκρούς, ως μέρος των ευρημάτων τους στο υπέδαφος της πόλης; Ένας σκελετός δεν είναι πέτρωμα, δεν είναι υδρία, δεν είναι μέρος του τοίχου, κάποτε ανήκε σε κάποιον άνθρωπο, τώρα δεν έχει ψυχή να ξεφύγει.

Είδε ένα γκρουπ από γιαπωνέζους να φωτογραφίζονται μπροστά του. Αυτοί φωτογραφίζουν αντί να δουν. Τα πάντα. Η φωτογραφία έχει πλέον αντικαταστήσει το βλέμμα, τη μνήμη. Μάλιστα. Φωτογραφίζουν το σκελετό, ό,τι απόμεινε από ένα κάποτε ζωντανό σώμα, χωρίς την άδεια κανενός. Κανένας ποτέ δεν μίλησε για τα δικαιώματα των νεκρών. Για όσους είναι ανήμποροι να διαμαρτυρηθούν. Βέβαια εκθέτουν τις μούμιες στα μουσεία, δεν τις εκθέτουν; Όμως άλλο τα μουσεία, οι ναοί κι άλλο οι σταθμοί. Το λέει κι η λέξη. Ο σταθμός είναι πέρασμα. Δεν είναι προορισμός.

Προορισμός. Κάθε σπίτι έχει ένα σκελετό στη ντουλάπα. Κάθε άνθρωπος ένα ερείπιο στην ψυχή. Κάθε πόλη έχει στα σπλάχνα τους νεκρούς της και τους σταθμούς της. Κάθε ταλαίπωρος τρέχει με την ψυχή στο στόμα. Στο στόμα της Ευρυδίκης η γεύση πικρή. Κάτι ήθελε να πει αλλά όλοι προχωρούσαν σπρώχνοντας βιαστικοί. Όλοι εκτός από τους γιαπωνέζους που φωτογράφιζαν τα υποστρώματα της πόλης μας.

Κοίταξε γύρω αποπροσανατολισμένη.

Τραπ τρουυυυπ. Μήνυμα. Διαβάζει: Στο Σύνταγμα. Στις τρεις. Στο σκελετό. Παρανόρμαλ.

Η Ευρυδίκη κατευθύνεται προς τα εκεί ανοίγοντας δρόμο μέσα στο αγριεμένο πλήθος.

Στάθηκε ακριβώς μπροστά από το σκελετό, πέρασε σίγουρα σε πολλές φωτογραφίες, έσφιξε την τσάντα της και περίμενε, όταν σε λίγο είδε κάποιον να την πλησιάζει. Έναν μασκοφόρο. Κρατούσε το κινητό του στο χέρι τεντωμένο μπροστά, παραμερίζοντας τους πάντες με αποφασιστικότητα.

Παρανόρμαλ; ρώτησε. Της έπιασε το χέρι και σκέφτηκε να του ζητήσει να βγάλει τη μάσκα. Την ίδια στιγμή άστραψε το φλας και ένα φως εκτυφλωτικό πλημμύρισε το σταθμό. Λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις της άκουσε ποδοβολητά, όλοι το είχαν βάλει στα πόδια με όση δύναμη διέθετε η ψυχή τους, όλοι έτρεχαν προς τις εξόδους, κραυγές τρύπησαν όλες τις δικές της εισόδους και ένιωσε κάποιες άγρυπνες σκιές να σκύβουν πάνω της, πάνω στην Ευρυδίκη καθώς σωριαζόταν σαν μαριονέτα πάνω στο τζάμι του σκελετού των Αθηνών. Χους εις χουν.

Της έστειλε γραπτό μήνυμα να συναντηθούν στο Σύνταγμα. Στο σταθμό του Μετρό. Το που ακριβώς δεν διευκρίνισε. Σε ποια είσοδο, σε ποια έξοδο, στους κεντρικούς σταθμούς υπάρχουν πάμπολλες, όπως και στους ανθρώπους: κάποιος μπαίνει μέσα σου από τα μάτια και βγαίνει με ένα «αχ» ή ένα «ωχ» από το στόμα, άλλος μπαίνει με ένα άγγιγμα και βγαίνει με ένα τίναγμα του κεφαλιού ή του κορμιού, ή ακόμα πιο δραστικά, κάποιος μπορεί να τρυπώσει ανύποπτα μέσα σου και να βγει μαζί με την ψυχή σου…

 

Ναι υπάρχουν πολλοί τρόποι, πάμπολλοι, πάμπολλοι, επανέλαβε μέσα της η Ευρυδίκη, κοιτάζοντας γύρω τον πολυσύχναστο σταθμό. Έτσι κι εδώ.

Πώς να τον αναγνωρίσει;

Ραντεβού στα τυφλά. Τυφλό ραντεβού. Άρχισαν να ανταλλάσσουν γραπτά μηνύματα πριν ένα μήνα σε ένα από αυτά τα σάιτ γνωριμιών του Ιντερνέτ: Βάζεις το προφίλ σου κι ο άλλος σου γράφει και σε ρωτάει τι δουλειά κάνεις, αν σου αρέσουν οι εκδρομές, τι ταινίες είδες, τέτοια πράγματα και μπορεί και πιο προσωπικά, αν προχωρήσει η συζήτηση και κάποια στιγμή έρχεται κι η ώρα της συνάντησης για να διαπιστώσετε αν είστε συμβατοί, παρά τον ασύμβατο τρόπο της γνωριμίας.

Προτίμησε να πάει με τα πόδια αλλά κάπου στο μέσον της διαδρομής άλλαξε γνώμη. Καλύτερα να πάρει το μετρό, καλύτερα να ανέβαινε από τα βάθη η Ευρυδίκη, από τα υπόγεια της γης και να έφθανε στο απόγειο της νέας της γνωριμίας, που…ποτέ δεν ξέρεις. Θα τον αναγνώριζε; Ε, σίγουρα θα τον αναγνώριζε. Δρ Παρανόρμαλ ήταν το ψευδώνυμό του. Της άρεσε και δεν ρώτησε ποτέ να μάθει το πραγματικό του όνομα. Λένε πως η ανωνυμία βοηθάει να ξεπεράσεις τις αναστολές. Μπορεί. Τώρα ήρθε η ώρα οι ανώνυμοι να γίνουν επώνυμοι. Ήρθε η ώρα να πάρει ένα πρόσωπο ο μασκοφόρος Παρανόρμαλ. Αρκετά χόρεψαν αυτόν τον χορό της μηνυματο-γραφίας. Ήρθε η ώρα να βγάλουν τις μάσκες. Αρνήθηκε να του στείλει ψηφιακή φωτογραφία. Καλύτερα να αποφύγει την αποστολή της φάτσας της σε ξένα κινητά. Πρόσωπο με πρόσωπο καλύτερα. Αντιμέτωποι. Ραντεβού στα φανερά, έπρεπε να το λένε. Όμως δεν της είχε πει που ακριβώς θα την περίμενε κι εκείνη ξέχασε να του ζητήσει να διευκρινίσει.

Συνέχισε να περπατάει στους δρόμους της πόλης, γυρεύοντας έναν σταθμό για να πάει μέχρι το Σύνταγμα. Στους δρόμους της πόλης είχε μια αλλόκοτη αίσθηση ελευθερίας. Σαν να περιδιάβαινε σε γκαλερί μοντέρνας τέχνης. Έργο τέχνης είναι κι οι δρόμοι των πόλεων, εκεί όλοι είναι δημιουργοί και καταστροφείς. Είσαι ελεύθερος να παρέμβεις, είσαι μέλος πίνακα! Να παρέμβεις; Είκοσι πέντε κάμερες παρακολουθούν τον κάθε περαστικό στους δρόμους του Λονδίνου. Γιατί είμαστε όλοι εν δυνάμει τρομοκράτες ή θύματα τρομοκρατών ή τρομοκρατημένοι. Με όλα εκείνα τα μολυσμένα από πολώνιο σημεία στο κέντρο. Πας για σούσι, πας βόλτα το σκύλο σου, πας στο γιατρό σου και βρίσκεσαι δηλητηριασμένος από ουσίες και δεν υπάρχει αντίδοτο. Αχ, ευτυχώς, είπε μέσα της. Εδώ δεν είμαστε Λονδίνο, εδώ έχουμε αντίδοτα για τα δηλητήρια μας. Αχ ας ελπίσουμε πως ο Δρ Παρανόρμαλ θα έχει προνοήσει: Κάτι να της πει, κάπως να την ανεβάσει. Τόσο ωραία τα έγραφε.

Όμως σε ποιο σημείο θα τον συναντούσε; Μήπως στα μηχανήματα αγοράς εισιτηρίων; Στο τέρμα, στις σκάλες; ή μήπως στη βιτρίνα μπροστά από το σκελετό Μπρρρρ Τι ιδέα κι αυτή να βάλουν έναν σκελετό στη βιτρίνα, τα έγκατα της γης σε κοινή θέα. Ποιος τους έδωσε το δικαίωμα;

 

Η Ευρυδίκη φοβάται τα έγκατα. Εξάλλου η μυθολογική θα είχε δει το φως αν η ανυπομονησία του Ορφέα δεν την έστελνε πίσω στο αιώνιο σκότος. Και γιατί να γυρίσει ο Ορφέας να την κοιτάξει; Δεν άντεχε και την καταδίκασε για πάντα στη νύχτα; Αχ, οι μύθοι πάντα μας λένε και κάτι άλλο αν μπορούμε να ακούσουμε. Όλα μας λένε και κάτι άλλο. Ακόμα και τα βουβά. Κυρίως αυτά. Και ο σκελετός μιλάει. Κι αν όχι αυτός αυτοί που τον κοιτούν.

Προσπερνάει τους περαστικούς, την αφηρημένη ματιά τους, τα μελαγχολικά μάτια των μεταναστών, το θρασύ βήμα των ισχυρών αυτής της πόλης με βαλίτσες και καλοραμμένα κουστούμια, τους γέρους με το διστακτικό βήμα, τους αδύναμους, αβέβαιους άντρες και γυναίκες με άσπρα μαλλιά και πρόσωπα ρυτιδωμένα. Προσπερνάει τις γελοίες γιγαντοαφίσες ενός άλλου εικονικού κόσμου από σουτιέν, κυλοτάκια, τέλεια σώματα, λευκά δόντια, λευκά δέρματα, ξανθά μαλλιά και μαύρα εσώρουχα, τα μαυρισμένα σώματα σε εξωτικές παραλίες, τα πολυτελή καταστήματα και τα ταξίδια αναψυχής σε επίγειους παραδείσους, πριν κατέβει και χωθεί βιαστικά στον υπόγειο.

Ανέβηκε τρέχοντας τις συμβατικές σκάλες, κοιτάζοντας τα πλήθη να συνωστίζονται στις κυλιόμενες. Τα πλήθη που επιμένουν στην ανώδυνη άνοδο, είτε λόγω κούρασης, είτε λόγω της συνήθειας καταβολής του ελάχιστου κόπου. Συντήρηση δυνάμεων; Όμως, ό,τι σου δόθηκε είναι για χρήση. Ότι περιπέσει σε αχρηστία κάποτε θα το νοσταλγήσεις. Μπορεί κάποτε κι εσένα να σε εκθέσουν και να μην έχεις τη δύναμη, να μην έχεις την ψυχή να απομακρυνθείς. Να το βάλεις στα πόδια. Να μη μπορείς να βάλεις στα πόδια τη δύναμη σου, την ψυχή σου και να το σκάσεις. Ίσως αυτό να θέλει να κάνει ο σκελετός πίσω από το τζάμι. Με ποιο δικαίωμα εκθέτουν τους νεκρούς, ως μέρος των ευρημάτων τους στο υπέδαφος της πόλης; Ένας σκελετός δεν είναι πέτρωμα, δεν είναι υδρία, δεν είναι μέρος του τοίχου, κάποτε ανήκε σε κάποιον άνθρωπο, τώρα δεν έχει ψυχή να ξεφύγει.

Είδε ένα γκρουπ από γιαπωνέζους να φωτογραφίζονται μπροστά του. Αυτοί φωτογραφίζουν αντί να δουν. Τα πάντα. Η φωτογραφία έχει πλέον αντικαταστήσει το βλέμμα, τη μνήμη. Μάλιστα. Φωτογραφίζουν το σκελετό, ό,τι απόμεινε από ένα κάποτε ζωντανό σώμα, χωρίς την άδεια κανενός. Κανένας ποτέ δεν μίλησε για τα δικαιώματα των νεκρών. Για όσους είναι ανήμποροι να διαμαρτυρηθούν. Βέβαια εκθέτουν τις μούμιες στα μουσεία, δεν τις εκθέτουν; Όμως άλλο τα μουσεία, οι ναοί κι άλλο οι σταθμοί. Το λέει κι η λέξη. Ο σταθμός είναι πέρασμα. Δεν είναι προορισμός.

Προορισμός. Κάθε σπίτι έχει ένα σκελετό στη ντουλάπα. Κάθε άνθρωπος ένα ερείπιο στην ψυχή. Κάθε πόλη έχει στα σπλάχνα τους νεκρούς της και τους σταθμούς της. Κάθε ταλαίπωρος τρέχει με την ψυχή στο στόμα. Στο στόμα της Ευρυδίκης η γεύση πικρή. Κάτι ήθελε να πει αλλά όλοι προχωρούσαν σπρώχνοντας βιαστικοί. Όλοι εκτός από τους γιαπωνέζους που φωτογράφιζαν τα υποστρώματα της πόλης μας.

Κοίταξε γύρω αποπροσανατολισμένη.

Τραπ τρουυυυπ. Μήνυμα. Διαβάζει: Στο Σύνταγμα. Στις τρεις. Στο σκελετό. Παρανόρμαλ.

Η Ευρυδίκη κατευθύνεται προς τα εκεί ανοίγοντας δρόμο μέσα στο αγριεμένο πλήθος.

Στάθηκε ακριβώς μπροστά από το σκελετό, πέρασε σίγουρα σε πολλές φωτογραφίες, έσφιξε την τσάντα της και περίμενε, όταν σε λίγο είδε κάποιον να την πλησιάζει. Έναν μασκοφόρο. Κρατούσε το κινητό του στο χέρι τεντωμένο μπροστά, παραμερίζοντας τους πάντες με αποφασιστικότητα.

Παρανόρμαλ; ρώτησε. Της έπιασε το χέρι και σκέφτηκε να του ζητήσει να βγάλει τη μάσκα. Την ίδια στιγμή άστραψε το φλας και ένα φως εκτυφλωτικό πλημμύρισε το σταθμό. Λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις της άκουσε ποδοβολητά, όλοι το είχαν βάλει στα πόδια με όση δύναμη διέθετε η ψυχή τους, όλοι έτρεχαν προς τις εξόδους, κραυγές τρύπησαν όλες τις δικές της εισόδους και ένιωσε κάποιες άγρυπνες σκιές να σκύβουν πάνω της, πάνω στην Ευρυδίκη καθώς σωριαζόταν σαν μαριονέτα πάνω στο τζάμι του σκελετού των Αθηνών. Χους εις χουν.

 

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Εθνος” το 2007