Της Αργυρώς Μαντόγλου.
«Δεν είμαστε όλοι προσκεκλημένοι στο πάρτι… Όχι αυτόν τον αιώνα…» έγραψε πρόσφατα άγγλος θεωρητικός, προφανώς παραφράζοντας την «Κυρία Νταλαγουέι». Η δεκαετία που διανύουμε είναι σκοτεινή. Η υποβάθμιση της πολιτικής, η κυριαρχία μιας φασιστικής νοοτροπίας τόσο στην έκφραση όσο και στη δράση, η αφαίρεση της ικανότητας διεκδίκησης ακόμα και των στοιχειωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων, η πολυεπίπεδη -όχι μόνο οικονομική- κρίση, αλλά κυρίως η αδυναμία πρόσληψης της πραγματικότητας καθώς τα εφόδιά μας αποδεικνύονται ανεπαρκή για την αποκωδικοποίησή της· όλα αυτά έχουν ανατρέψει την εικόνα που είχαμε για τον κόσμο. Τα τελευταία χρόνια τα πράγματα άρχισαν να ορίζονται πλέον από την έλλειψή τους, από την απουσία τους, και δεν αναφέρομαι μόνο στην έλλειψη ρευστότητας αλλά και στην απουσία της αρμόζουσας γλώσσας για την αποτύπωσή τους: Η παρούσα κατάσταση καθιστά, για άλλη μια φορά, επίκαιρο όσο ποτέ τόσο το θέμα της ηθικής όσο και το θέμα της ταυτότητας, όπως συμβαίνει σε περιόδους πολέμων και ριζικών αλλαγών σε αντίστοιχες ιστορικές συγκυρίες.
Δεν είμαστε προσκεκλημένοι στο πάρτι, και ναι, χάθηκε πλέον εκείνη η ευέλικτη αίσθηση της ταυτότητας που κυριαρχούσε στα τέλη του εικοστού αιώνα και η έστω και απατηλή ψευδαίσθηση της ελευθερίας των επιλογών που καλλιεργήθηκε επί δεκαετίες. Μπορεί να είμαστε ελεύθεροι να τρέφουμε τις δικές μας αυταπάτες, να μιλάμε όπως θέλουμε, να υιοθετούμε όποια φωνή θέλουμε, να γράφουμε όπως θέλουμε στα μπλογκ και στα κοινωνικά δίκτυα, αλλά πολλοί από εμάς δεν είμαστε πλέον ελεύθεροι να ζήσουμε όπως θέλουμε, κι αυτό μαζί με την αίσθηση της ήττας δημιουργεί και μια πικρή αίσθηση ανεπάρκειας και ανημποριάς. Τα μέτρα λιτότητας επιφέρουν μια ίσως μη αναστρέψιμη απίσχναση στο πνεύμα, στη σκέψη και στην έκφραση. Η αδυναμία επιλογής συνοδεύεται και από έναν γενικευμένο αφοπλισμό –εχθρό της δημιουργικότητας- καθώς τα «πνευματικά προϊόντα» δεν ενδιαφέρουν παρά ελάχιστους στη χώρα μας, και σίγουρα όχι τους καθ’ ύλη αρμόδιους που θα μπορούσαν ίσως να συμβάλλουν στην πνευματική αλλά και στη βιολογική επιβίωση των δημιουργών.
Κι όμως, σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι απαραίτητο να αποτυπωθεί το δραματικό τοπίο που κατοικούμε, σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι απαραίτητο να καλλιεργηθεί ο λόγος και όχι η αφωνία, να προωθηθούν οι ερμηνείες του «παρόντος» κι όχι παραληρήματα που ευνοούν τη μαγική και μαζική απόδραση σε άγνωστους τόπους ή χαμένες πατρίδες. Σήμερα περισσότερο από ποτέ χρειαζόμαστε έργα που θα αφουγκραστούν το ανθρώπινο και κοινωνικό κόστος της γενικευμένης κρίσης· έργα που θα μας υπενθυμίζουν τις απώλειες και θα μας βοηθήσουν να αποκωδικοποιήσουμε την «κατάρρευσή» μας.
Ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας σε μια πρόσφατη συνέντευξή του είχε πει: « Όλοι υποφέρουμε μόνοι στον πραγματικό κόσμο · η αληθινή συναισθηματική ταύτιση είναι αδύνατη. Κι αυτός είναι ο λόγος που κάποιος γράφει και διαβάζει: να είναι λιγότερο μόνος». Να ένα ισχυρό κίνητρο: η γραφή ως παρηγοριά και μέσο συναισθηματικής εγρήγορσης και ηθικής επιβίωσης. Η γραφή ως μέσον άντλησης εκείνων των σπάνιων, ανεπαίσθητων στιγμών επαφής που μας υπενθυμίζουν πως μπορεί μεν να είμαστε απελπιστικά μόνοι, εν τούτοις αυτή την κατάρρευση την περνάμε μαζί.
Ο κόσμος αλλάζει, η υπερπροσφορά μιας dot com ευημερίας ταχύτατα έχει μετατραπεί σε μια αμήχανη Βαβέλ πολυφωνίας κι όμως σήμερα όσο ποτέ άλλοτε προβάλλει η ανάγκη των «νέων φωνών», της ανεύρεσης καινούργιων τρόπων αποτύπωσης της πραγματικότητας αλλά και η ανάγκη μιας νέας ηθικής. Ο συγγραφέας καλείται να υπηρετήσει την τέχνη του αυτούς τους δύσκολους καιρούς με συνέπεια και εντιμότητα όταν ο ρόλος του πρώτη φορά αμφισβητείται τόσο, η υπογραφή του όλο και χάνει σε βαρύτητα (τη θέση του συγγραφέα καταλαμβάνει ο γραφιάς και ένας συνεχώς αυξανόμενος αριθμός από ghost-writers). Ελάχιστα ενδιαφέρουν πλέον η τεχνική, η σκέψη ή η θεματική, παρά μόνο ό,τι θα μπορούσε άμεσα να εξαργυρωθεί και να ρευστοποιηθεί.
Η λογοτεχνία είναι προϊόν αυτού που Μαρξ ονομάζει «υπεραξία» -προϋποθέτει ελεύθερο χρόνο, χρήματα και μια γεμάτη κοιλιά. Για χρόνια κυριαρχούσε το μύθευμα του δημιουργού ως ανθρώπου με αυτονομία, αυτοδιάθεση και προωθημένη διεισδυτικότητα αλλά πως θα μπορούσε κανείς να είναι αυτόνομος την εποχή που μεσουρανούν οι τραπεζίτες και η λογική τους, όταν περισσότερο από ποτέ άλλοτε το έργο του υπόκειται σε μια νέα μορφή λογοκρισίας: το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης και η ζήτηση να τείνει να εξαφανιστεί.
Αυτά που συμβαίνουν στη βάση επηρεάζουν και την κορυφή και η λογοτεχνία δεν γίνεται να αποσυνδεθεί από την κοινωνία, διατεινόταν ο Μαρξ και είχε δίκιο. Η βία στους δρόμους, η ανεργία, η φτωχοποίηση θα μπορούσε εν πολλοίς να εμπνεύσει επαναστατικά έργα, όπως και σε άλλες κρίσιμες ιστορικές περιόδους. Εν τούτοις στη χώρα μας συμβαίνει το εξής παράδοξο: τα βιβλιοπωλεία, τα σουπερμάρκετ, τα περίπτερα και όλοι οι χώροι διάθεσης βιβλίων, έχουν κατακλυστεί από λογοτεχνία της φυγής (escapist literature) και «ιστορικά» μυθιστορήματα που κολακεύουν τον ναρκισσισμό, εντείνουν τη νοσταλγία για ένα ενδοξότερο αλλά εν τέλει ακίνδυνο παρελθόν.
Αυτή την τόσο κρίσιμη ώρα βλέπουμε βιβλία μιας συγκεκριμένης κοπής και αισθητικής να κυριαρχούν στους πάγκους, να μονοπωλούν τις στήλες των ευπώλητων, να προωθούνται και να «δοξάζονται». Βιβλία από «συγγραφείς- φαντάσματα» που αποσκοπούν στην προσέλκυση ενός κοινού που χρειάζεται κάτι το εύπεπτο για να αποκοιμηθεί ή να περάσει αβίαστα κάποιες ώρες αναμονής. Βιβλία που δεν απευθύνονται στον «ιδανικό αναγνώστη», μια ισότιμη σε εύρος και αντίληψη ανθρώπινη διάνοια, σύμφωνα με τον Χένρι Τζέιμς, ούτε στον «μέσο αναγνώστη», αλλά μάλλον στον «κουτό αναγνώστη» που κολακεύεται από την «επάρκειά» του, την ευκολία της πρόσληψης και των επιλογών του.
Οι καιροί απαιτούν συγγραφείς αλλά και αναγνώστες σε εγρήγορση. Ο ρόλος του συγγραφέα οφείλει να είναι ουσιαστικός, χρειαζόμαστε όσο ποτέ την παρέμβασή του, την υπογραφή του και τη γόνιμη φαντασία του, και όχι υπηρέτες της ευκολίας και της αγοράς. Χρειαζόμαστε έργα που θα τολμήσουν και θα αποτυπώσουν αυτή τη δυσερμήνευτη μεταβατική εποχή, δοκιμάζοντας νέες φόρμες και τρόπους, έργα «κοινωνικού ρεαλισμού», ικανά να συλλάβουν όχι μόνο τους τρόπους που βιώνουμε τη ζωή αλλά και τους τρόπους που μας η ζωή παρεμβαίνει και μας αλλάζει.
Στις μέρες μας τα βιβλία μπορεί να μη τα ρίχνουν στην πυρά, όπως στο «Φάρενάιτ 451» του Ρέι Μπράντμπουρι, μπορεί ακόμα να είναι διαθέσιμα, έστω και στα λιγότερο ορατά ράφια κάποιων βιβλιοπωλείων, αλλά υπάρχει ένας ακόμα σοβαρότερος κίνδυνος: Η αδυναμία κατανόησής τους. Η ελάττωση των ικανών, επαρκών αναγνωστών και ο ραγδαία αυξανόμενος αριθμός αναγνωστών της αποκαλούμενης -ελλείψει άλλου όρου- «παραλογοτεχνίας», καθιστά το μυθιστόρημα του Μπράντμπουρι ακόμα πιο επίκαιρο και προφητικό. Σε μια δεύτερη εκδοχή του τέλους, η οποία δημοσιεύτηκε κάποια χρόνια αργότερα από την κυκλοφορία του αρχικού έργου, ο αρχιπυροσβέστης Μπίτι, ο άνθρωπος που έκαιγε τα βιβλία, διατηρούσε κρυφά στο σπίτι του μια μεγάλη βιβλιοθήκη με όλα τα κλασικά έργα. Όταν μετά την ολική καταστροφή, πήγε να ανοίξει ένα βιβλίο, νομίζω ήταν του Σαίξπηρ, οι σελίδες ήταν όλες λευκές. Το ίδιο συνέβη και με όλα τα υπόλοιπα βιβλία. Σαν να αντιστεκόταν, σαν να αρνούνταν να παραδώσουν το περιεχόμενό τους. Κι αυτή ήταν η δική τους εκδίκηση.
Τον τελευταίο καιρό διαβάζω ξανά και ξανά το δοκίμιο της Βιρτζίνια Γουλφ, «Καλλιτέχνης και Πολιτική» που έγραψε λίγο πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και, μοιάζει να μας απευθύνεται από το βάθος του χρόνου: «Η τέχνη είναι η πρώτη πολυτέλεια που εγκαταλείπεται σε περίοδο αναταραχών και ο καλλιτέχνης ο πρώτος από τους εργαζόμενους που υποφέρει. Ο καλλιτέχνης, όμως, εξαρτάται και πνευματικά από την κοινωνία. Η κοινωνία δεν είναι μονάχα ο εργοδότης του αλλά και ο προστάτης του. Αν ο προστάτης του είναι πολύ απασχολημένος για να ασκήσει την κριτική του ικανότητα, αυτός θα εργάζεται μέσα σε ένα κενό και η τέχνη του θα υποφέρει και ίσως και να αφανιστεί από έλλειψη κατανόησης». Οι μεγάλοι συγγραφείς παραμένουν οι καλύτεροι φίλοι και σύμβουλοι, μας ενθαρρύνουν και μας κρατούν σε εγρήγορση. Επιπλέον πάντα θα είμαστε καλεσμένοι στο δικό τους πάρτι.
Εμφάνιση άρθρου στην ιστοσελίδα “Αναγνώστης”
Leave A Comment