Της Αργυρώς Μαντόγλου.

pom4-300x336Πριν επισκεφτώ την Πομπηία τον περασμένο Σεπτέμβριο, είχα φροντίσει να διαβάσω τις σχετικές αναφορές για τις ανασκαφές που έφεραν στο φως την «κοιμισμένη πόλη»,  η οποία είχε καλυφθεί από στάχτη το 79 ΜΧ  μετά την έκρηξη του Βεζούβιου, καθώς και τις επιστολές σπουδαίων συγγραφέων και περιηγητών,  όπως του Γκαίτε, του Σίλερ, του Μαρκ Τουέιν, του Ντίκενς, του Χένρι Τζέιμς, του Φρόιντ και άλλων. Με το γλαφυρό τους ύφος περιγράφουν όχι μόνο την πόλη/ φάντασμα αλλά και τον δικό τους αιφνιδιασμό, το σοκ και το δέος που ένιωσαν όταν βρέθηκαν μέσα στον αρχαιολογικό χώρο. Ξαφνιασμένοι και  γοητευμένοι περιφέρονταν για ώρες,  κάποιοι για μέρες ολόκληρες, στην πόλη που αντίθετα με άλλες πόλεις που φέρνουν στην επιφάνεια οι ανασκαφές των αρχαιολόγων, έμοιαζε να έχει «αποκοιμηθεί» και να φέρει ακόμα ζωντανά τα ίχνη της ζωής και των συνηθειών των κατοίκων και σε, κάποιες περιπτώσεις, τους ίδιους τους κατοίκους που απανθρακώθηκαν από τη λάβα του ηφαιστείου, δίδοντας μας την ευκαιρία να τους «δούμε» τη στιγμή που τους βρήκε η καταστροφή.

Η Ωραία Κοιμωμένη

Πομπηία: όμορφη και αποτρόπαια, ζωντανή και νεκρή, ακέραια και αποσπασματική, μεγαλειώδης και ταπεινή, ευλαβής και βλάσφημη, όλα αυτά τα αντιφατικά επίθετα έχουν επιστρατευθεί για να περιγράψουν την Πομπηία -ενίοτε μέσα στην ίδια παράγραφο- από τους επισκέπτες που πάσχισαν να γράψουν για την θαμμένη πόλη που ήρθε στο φως, με περιγραφές που εν πολλοίς θυμίζουν το παραμύθι της «Ωραίας Κοιμωμένης». Η Πομπηία υπήρξε το πεδίο εκείνο όπου ο καθένας πρόβαλλε τη δική του εποχή, τις δικές του ανάγκες, τα δικά του αδιέξοδα και  φαντασιώσεις, γι’ αυτό και υπάρχουν τόσες Πομπηίες όσες και οι αναγνώσεις. Η  δε πόλη συνεχίζει να εμφανίζεται στα μάτια του επισκέπτη ως ένα κείμενο κρυπτικό που ζητάει να αποκρυπτογραφηθεί και ταυτόχρονα «ανοιχτό», ένα πεδίο που επιδέχεται και άλλες καινούργιες «αναγνώσεις». Ο κάθε επισκέπτης μπορεί να βρει σε αυτή έναν διαφορετικό συμβολισμό, ένα άλλο σημείο που θα του τραβήξει την προσοχή και να προβεί στη δική του ερμηνεία ή εικασία για την τελευταία μέρα της πόλης, ανάλογα με την εποχή του και το δικό του παρελθόν.

pom5

Στη σκιά του Βεζούβιου

Αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι οι ομοιότητες στις αντιδράσεις, όπως περιγράφονται στις επιστολές και στα γραπτά των περιηγητών του δεκάτου ογδόου και δεκάτου ενάτου αιώνα, όχι, φυσικά στη γλώσσα ή στη γλαφυρότητα του ύφους, αλλά στα συναισθήματα δέους  που γεννάει το  μυστήριο της πόλης και στη δύναμη των ερειπίων να πυρπολούν τη φαντασία: η ίδια η Πομπηία αποτελεί μια ανθεκτική μεταφορά μέσα στους αιώνες, καθώς πέρα από αυτό που εμφανίζεται στα μάτια μας, υπάρχει και κάτι άλλο, σχεδόν εξωπραγματικό: η δυνατότητα να υπάρξεις ταυτόχρονα σε δυο κόσμους, να βιώσεις το «εν εξελίξει έργο» κάποιου άλλου, ενός πανεπόπτη, ισχυρού και ανελέητου δημιουργού, ο οποίος δεν δίστασε να δώσει την ευκαιρία στους μελλοντικούς ενδιαφερόμενους να δουν μια φέτα ζωής, μια μέρα από την νεκρή πόλη. Κι αυτός δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Βεζούβιο, τον «Καταστροφέα» σύμφωνα με τον Ντίκενς (1846) που δεσπόζει στο τοπίο και  είναι ορατός από κάθε σημείο της πόλης:  «Στάσου στην άκρη της μεγάλης αγοράς στην Πομπηία και κοίτα ψηλά τους σιωπηλούς δρόμους, μέσα από τους ρημαγμένους ναούς και τα γκρεμισμένα σπίτια, δες στο βάθος κοίτα πέρα το Όρος του Βεζούβιου, φωτεινό και χιονισμένο σε γαληνευτική απόσταση, και τότε χάνεις κάθε μέτρηση του χρόνου με αυτή την αλλόκοτη και μελαγχολική αίσθηση, αντικρίζοντας τους Κατεστραμμένους και τον Καταστροφέα να συνθέτουν αυτή την γαλήνια εικόνα κάτω από τον ήλιο».

 

  Η βίλα των Μυστηρίων

Οι τοιχογραφίες  στις επαύλεις και σε κοινόχρηστους ή άλλους δημόσιους χώρους,  παραπέμπουν σε μια πόλη που είχε την οικονομική δυνατότητα να προσλάβει άριστους ζωγράφους και τεχνίτες προκειμένου να προσδώσει αισθητική στους χώρους της και να αποτυπώσει στους τοίχους στιγμές από τις τελετές και τα έθιμά τους. Στα πρόσωπα διακρίνεται μια ετοιμότητα αλλά και μια αμεσότητα σαν να απευθύνονται προσωπικά σε σένα, σαν «φαντάσματα του μεσημεριού», σύμφωνα με τον Φρόιντ, γι’ αυτό και πολλοί  ποιητές και μυθιστοριογράφοι τους παρουσίασαν να βγαίνουν από τους τοίχους και να περιδιαβαίνουν ξανά στους δρόμους της έρημης πόλης, προς αναζήτηση της βίαια αποσπασμένης ζωής τους. Ο Μαρκ Τουέιν γράφει για τη Βίλα των Μυστηρίων: «Σε μια από τις επαύλεις (το μοναδικό κτίσμα στην Πομπηία όπου δεν επιτρέπεται σε καμία γυναίκα να εισέλθει), υπήρχαν μικρά δωμάτια με μικροσκοπικά κρεβάτια, όπως ακριβώς ήταν τον παλιό καιρό, και πάνω στους τοίχους υπήρχαν τοιχογραφίες, που έμοιαζαν τόσο πρόσφατες σαν να τις είχαν ζωγραφίσει χθες, τοιχογραφίες που καμία πένα δεν θα είχε το σθένος να περιγράψει, ενώ σε διάφορα σημεία υπήρχαν λατινικές επιγραφές – άσεμνα ευφυολογήματα, χαραγμένα από χέρια που εκτοξεύθηκαν στα ουράνια από τη σαρωτική λάβα».

pom2Άχρονη ηρεμία

Αυτό που επίσης προκαλεί εντύπωση είναι το γεγονός πως τόσο στις επιστολές τόσο του Ντίκενς, όσο και του Μαρκ Τουέιν,  αναγνώρισα κάποιες από τις δικές μου αντιδράσεις, στην περιγραφή του Τουέιν για το σκύλο στο κατώφλι ενός σπιτιού που με τη ζωντάνια του και την ετοιμότητά του μοιάζει να το συνεχίζει να το προστατεύει από τους ξένους εισβολείς, τα αμπέλια που συνεχίζουν να παράγουν εξαιρετικό κρασί, το ξάφνιασμα που νιώθεις όταν πλησιάζεις την έξοδο και ακούς το σφύριγμα του τρένου, σαν να επιστρέφεις στον κόσμο των ζωντανών από τον κάτω κόσμο. Καθώς, επίσης και στην «άχρονη ηρεμία» που περιγράφει ο Χένρι Τζέιμς σε επιστολή προς τη μητέρα του. Υποψιάζομαι πως η Πομπηία φέρει στην επιφάνεια κάτι βαθύτερο, σχεδόν αρχετυπικό στους επισκέπτες της, κάτι που έχει σχέση με την αδυναμία μας να αποδεχτούμε τη  συνύπαρξη ζωής και θανάτου, τον αταβιστικό φόβο των θνητών για ένα ξαφνικό τέλος, αλλά και την αποδεδειγμένη αδυναμία του φυσικού μας σώματος να βρεθεί ταυτόχρονα σε δυο χρονικές στιγμές. Εδώ παρέχεται η ευκαιρία να δεις με τα ίδια σου τα μάτια μια άλλη πόλη μακρινή, να βιώσεις την καθημερινότητα μιας άλλης εποχής και να συμπληρώσεις ο ίδιος, με τη δική σου φαντασία, όσα είχαν προηγηθεί της καταστροφής. Ο τόπος απαιτεί τη  συμμετοχή σου, η Πομπηία χρειάζεται  έναν «ενεργό» αναγνώστη, δεν γίνεται να περπατήσεις εκεί σαν παθητικός θεατής και να παρατηρείς τα σπίτια, τους ναούς, την αγορά αμέτοχος. Έπειτα από ένα χρονικό διάστημα, νιώθεις πως η πόλη σε «τραβάει» στο δικό της ρυθμό, η Πομπηία σε απορροφά, και αναρωτιέσαι, αν αυτό είναι ταξίδι στο χρόνο ή μια μετάβαση σε μια «παράλληλη διάσταση» -μια ψυχική κατάσταση που μοιάζει πολύ με την διαδικασία της κατασκευής ενός μυθιστορηματικού κόσμου.

Ο Χένρι Τζέιμς σε επιστολή προς τη μητέρα του μίλησε για τη γαλήνη που νιώθει εκεί, και την οικειότητα που αισθάνεται με τους απανθρακωμένους κατοίκους,  κάτι που δεν αισθάνεται με τους θορυβώδεις κατοίκους της γειτονικής Νάπολης,  με τις αλλόκοτες συμπεριφορές και αντιδράσεις τους. Προφανώς, η άχρονη γαλήνη έχει να κάνει με την καταβύθιση όχι μόνο στην σιωπηλή πόλη αλλά και στον δικό σου εαυτό, η Πομπηία σου ζητάει να επαναπροσδιορίσεις τη σχέση σου με τους νεκρούς, αλλά και με την έννοια της αιωνιότητας -μια ασύλληπτη διάσταση για εμάς τους κοινούς επισκέπτες-  στην οποία οι κάτοικοι της Πομπηίας, πέρασαν ερήμην τους, τη στιγμή που προσπαθούσαν να ξεφύγουν, έκαναν έρωτα, έπαιζαν ή έτρωγαν και απανθρακώθηκαν από τη  λάβα του ηφαιστείου, δίνοντας μας την ευκαιρία να μετέχουμε σε μια ακραία στιγμή της ζωής τους. Ο Καταστροφέας  Βεζούβιος, ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ο από μηχανής Θεός που αποφάσισε για τη μοίρα τους, παρέχοντας στους μελλοντικούς επισκέπτες ένα ημιτελές μυθιστόρημα, όπου ο καθείς μπορεί να συμπληρώσει ένα κεφάλαιο ή μια παράγραφο, γνωρίζοντας πως το τέλος βρίσκεται εκεί, μπροστά στα μάτια του, και εξαρτάται από τη δική του ετοιμότητα για το πώς θα το  «διαβάσει».

Εμφάνιση άρθρου στην ιστοσελίδα του Αναγνώστη