Προδημοσίευση

Σώμα στη βιτρίνα
Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα της Αργυρώς Μαντόγλου Σώμα στη βιτρίνα, που θα κυκλοφορήσει στις 23 Μαρτίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

1
Έλσε
Άμστερνταμ, Μάρτιος 1664

 

Ήρθε εδώ από το χωριό της στη Δανία, ήρθε να δουλέψει ως υπηρέτρια, πλύστρα, κεντήστρα – όποια δουλειά έβρισκε. Άκουσε πως ζητούσαν εργάτριες στα εργοστάσια επεξεργασίας διαμαντιών, αλλά θα προτιμούσε μια ευκολότερη δουλειά. Ήταν η μεγαλύτερη από έξι παιδιά, ο πατέρας της πέθανε από τύφο και η μάνα της ξαναπαντρεύτηκε έναν γέρο, δεν είχε χώρο πια για εκείνη· κάποιοι της είπαν πως αν πήγαινε στο Άμστερνταμ θα άρχιζε μια νέα ζωή. Υποσχέθηκε στην Άννα, τη μικρότερη αδελφή της, πως δεν θα την ξεχνούσε και μόλις έβρισκε δουλειά θα την έπαιρνε στην πόλη, πήδηξε σε ένα κάρο, στριμώχτηκε με άλλους τριάντα, έναν μπόγο με δυο αλλαξιές στα χέρια, ένα κομμάτι ψωμί διπλωμένο στο μαντίλι της, τα λίγα φιορίνια που είχε καταφέρει να μαζέψει σ’ ένα πουγκί πλένοντας ασπρόρουχα – αυτά όλα κι όλα τα υπάρχοντά της. Η Έλσε ήθελε να πάρει τη ζωή στα χέρια της, όπως τόσοι και τόσοι μετανάστες που δεν έχει θέση για αυτούς η πατρίδα τους. «Θερίζει η πανούκλα εκεί» της έλεγαν οι γεροντότεροι και προσπάθησαν να τη μεταπείσουν. «Κατάρα Θεού πέφτει απ’ τον ουρανό», αλλά ούτε αυτό τη σταμάτησε. Έπρεπε να φύγει. Έπρεπε να ζήσει.

Για να μείνει στη Μεγάλη Πόλη θα ξεκινούσε από χαμηλά, θα πρόσφερε όποια υπηρεσία τής ζητούσαν –όλοι από χαμηλά ξεκινούν, επαναλάμβανε μέσα της για να παίρνει θάρρος–, όμως έπρεπε πρώτα να εξασφαλίσει κάπου να κοιμηθεί, κάπου να ζεσταθεί. Και αμέσως μόλις κατέβηκε από το κάρο έτρεξε και χτύπησε κάμποσες πόρτες, ρώτησε και της είπαν πως στην Ντάμρακ μια γριά νοίκιαζε δωμάτια, πήγε, την έχωσε στον επάνω όροφο μαζί με άλλες πέντε κοπέλες, έδωσε προκαταβολικά ολόκληρο το νοίκι της βδομάδας και βγήκε να ψάξει για δουλειά.

 

Είχε ήδη περάσει η βδομάδα και δουλειά δεν είχε βρει, τα μάτια της όμως παρέμεναν ανοιχτά και απορροφούσαν τα πάντα στους δρόμους, η μύτη της μονίμως ξαφνιασμένη από τις τόσες καινούργιες μοσχοβολιές –μπαχάρια, αρώματα, λουλούδια–, ακόμα και οι αποχετεύσεις είχαν άλλη μυρωδιά, πιο διακριτική. Kαι οι λαλιές, τόσες καινούργιες γλώσσες, τόσες καινούργιες λέξεις, μελωδικές σαν τραγούδια, αλλά και οι γλάροι, αχ, και οι γλάροι που περνούσαν ξυστά από δίπλα της κρώζοντας, ακόμα κι αυτοί της μετέφεραν μηνύματα: Εδώ θα τα καταφέρεις, Έλσε Κρίστενς, της έλεγαν. Εδώ θα φτιάξεις τη ζωή σου. Και τα χρώματα! Δεν ήξερε πως υπήρχαν τόσα χρώματα, στο χωριό της όλες φορούσαν γκρίζα και μαύρα, ενώ εδώ οι γυναίκες ήταν στολισμένες και καμαρωτές, τα ρούχα τους από μετάξι και δαντέλα, μόνο οι υπηρέτριες φορούσαν ξυλοπάπουτσα. Ένα τέτοιο φόρεμα ζήλεψε κι εκείνη την πρώτη μέρα που έφτασε στην πόλη, και βγήκε στον κεντρικό δρόμο δίπλα στα κανάλια, άνοιξε το πουγκί της και όσα είχε, όλα τα φιορίνια που είχε μαζέψει πλένοντας ξένα ασπρόρουχα στο χωριό της, τα έχωσε στο χέρι του εβραίου εμπόρου, αλλά ο ξεδοντιάρης τα κοίταξε και της είπε πως δεν ήταν αρκετά. Πήγε να φύγει και τη ρώτησε πού μένει. Έδειξε προς το σπίτι της γριάς Γκρέτα. «Πάρ’ το και μου το ξοφλάς αργότερα, όταν πιάσεις λεφτά…» της είπε όλο νόημα «με δόσεις».

Το ποσό τής φάνηκε υπέρογκο, αλλά δεν ήταν σε θέση να πει το πόσο μεγάλο ήταν ακριβώς και πόσον καιρό θα χρειαζόταν να δουλέψει για να το ξεπληρώσει. Το πήρε, το παράχωσε κάτω από την κάπα της σαν να ήταν το μωρό της και, καθώς πήγε να φύγει, ο γέρος τής φώναξε πως με αυτό το φόρεμα «θα γινόταν κυρία και θα έγραφε ιστορία». Κοντοστάθηκε, ήθελε να ρωτήσει τόσα πράματα, αλλά δεν είπε τίποτα, η Έλσε δεν ήξερε ποια ήταν η ιστορία ούτε και γνώριζε γραφή για να τη γράψει, θα τον ρωτούσε όμως την επόμενη φορά, όταν θα του πήγαινε τη δόση, πώς ακριβώς γίνεται «κυρία» μια κοπέλα που μόλις ήρθε σ’ αυτή την πόλη.

◊ ◊ ◊

Κρατώντας το πράσινο φόρεμα σφιχτά, ανέβηκε τις σκάλες, που έτριζαν σε κάθε της βήμα, τρέμοντας από τη χαρά της. Το δοκίμασε κρυφά. Ήταν τεράστιο και φούσκωνε σαν τα πανιά των πλοίων που έπλεαν στους ωκεανούς. Όρθια στη μέση, από το μικρό δωμάτιο ένιωσε πως ήταν κι εκείνη μέρος του Στόλου της Μεγάλης Πόλης, έτοιμη για εξερευνήσεις, ταξίδια και περιπέτειες. Χαμογέλασε και έμεινε έτσι ακίνητη να απολαύσει τη στιγμή, μέχρι που άκουσε φωνές στις σκάλες, το έβγαλε και το έκρυψε βιαστικά κάτω από το στρώμα, μην και το ανακαλύψει η χοντρή γριά και της το αρπάξει.

Όταν έμενε μόνη, το έβγαζε και το κοιτούσε, το κοιτούσε και ονειρευόταν το μέλλον της, τις μέρες που θα έρχονταν, τις ανοιξιάτικες μέρες που θα το φορούσε και θα περπατούσε κι αυτή στην πόλη καμαρωτή, με τα μαλλιά της σηκωμένα ψηλά και τα κοκκινόξανθα μπουκλάκια της να πέφτουν κυματιστά, όλοι να την κοιτούν και να ψιθυρίζουν μεταξύ τους: «Να μια κυρία!». Στα μάτια τους θα έβλεπε τον σεβασμό και όχι την περιφρόνηση που έχουν για τις επαρχιώτισσες που έρχονται στην πόλη να γίνουν υπηρέτριες στη δούλεψη κάθε χοντρής γριάς που μύριζε ιδρώτα και ξινισμένο γάλα.

Η μέγαιρα, την πρώτη μέρα που έφτασε εδώ –παρότι η Έλσε τής πλήρωσε το νοίκι της βδομάδας–, την έβαλε αμέσως να σκουπίσει και να πλύνει τις σκάλες, να τρίψει τα πατώματα και να γυαλίσει τις κατσαρόλες, αλλά τώρα φαίνεται πως κατάλαβε την αξία της και της μπήκαν άλλες ιδέες.

Η μέγαιρα, την πρώτη μέρα που έφτασε εδώ –παρότι η Έλσε τής πλήρωσε το νοίκι της βδομάδας–, την έβαλε αμέσως να σκουπίσει και να πλύνει τις σκάλες, να τρίψει τα πατώματα και να γυαλίσει τις κατσαρόλες, αλλά τώρα φαίνεται πως κατάλαβε την αξία της και της μπήκαν άλλες ιδέες: δεν θα την κρατούσε εδώ για δουλικό, αποφάσισε πως θα της ήταν χρησιμότερη αν έβρισκε άλλον τρόπο να την υπηρετήσει· μπορούσε να βγάλει περισσότερα από το κορίτσι, είχε χαριτωμένο πρόσωπο και καλοσχηματισμένο σώμα, δεκαοχτώ χρονών δεν ήταν και μικρή για να γλεντάει με τους πελάτες του καπηλειού της. Η Έλσε, βέβαια, δεν ήξερε τη γλώσσα τόσο καλά για να καταλαβαίνει τα αστεία τους, και όταν μιλούσε είχε άχαρη και βαριά προφορά, αλλά δεν ήταν απαραίτητο να ανοίγει το στόμα της, αρκεί να γελούσε και να κουνούσε με σκέρτσο το κεφάλι, αυτά αρκούσαν για να παραγγείλουν μια ακόμα κανάτα με κρασί. Το κορίτσι δεν είχε ρούχα, στον μπόγο της δυο γκρίζα φορέματα και μια ξεπλυμένη καφετιά ζακέτα, έπρεπε να της βρει ένα φόρεμα, θα της το ξεπλήρωνε με τη δουλειά, και έτσι θα την είχε στο χέρι. Προς το παρόν, ας φορούσε αυτό που είχε κλέψει. Η γριά ήταν σίγουρη πως η Έλσε από κάπου είχε κλέψει το πράσινο ταφταδένιο φόρεμα και αυτόματα σκέφτηκε πως έπρεπε να έχει τον νου της – η μικρή Δανέζα ήταν πονηρή και φιλόδοξη. Όσες έρχονται εδώ έτσι είναι στην αρχή, φτάνουν με όνειρα και αυταπάτες –και τα δυο από καπνό, χάνονται γρήγορα με το πρώτο φύσημα του αγέρα–, όλες τους έπειτα από λίγες βδομάδες προσγειώνονται, από ονειροπαρμένες και φαντασμένες γίνονται ταπεινές και υπάκουες.

◊ ◊ ◊

 

Η Έλσε αναθάρρεψε από τις λιγοστές ακτίνες του ήλιου και στάθηκε στη μέση του δρόμου για να νιώσει στο πρόσωπό της αυτή τη σπάνια, για μήνα Μάρτη, ζεστασιά. Πάνω από τις στέγες των σπιτιών ανάγλυφα ρόδινα σύννεφα αντανακλούσαν την ομορφιά που η ένδοξη Δημοκρατία της Ολλανδίας είχε λαφυραγωγήσει από τα πέρατα της γης. Επιβλητικά κτίρια υψώνονταν πάνω από τα λασπωμένα κανάλια, καθρεφτίζονταν στο νερό και έμοιαζαν παραμυθένια. Για μια στιγμή αισθάνθηκε το αίμα της να βράζει, ένιωθε όμορφη σήμερα, όμορφη σαν νεράιδα, ένιωθε το δέρμα της, που έχει απορροφήσει τη φτώχεια και τη μιζέρια, να ξεφλουδίζει και να βγαίνει επιτέλους στην επιφάνεια ο αληθινός, ο φωτεινός εαυτός της. Σ’ αυτή την πόλη μια νεράιδα θα γίνει κυρία, θα γυρίζει στους δρόμους, θα περνάει τις γέφυρες πάνω από τα κανάλια και θα μαγνητίζει όλα τα βλέμματα, όπως οι αληθινές πριγκίπισσες. Από τη μέρα που έφτασε εδώ, βλέπει όνειρα τις νύχτες, πολλά όνειρα, βλέπει να διασχίζει τους δρόμους μέσα σε άμαξες, να φοράει όμορφα πολύχρωμα φορέματα και πολύτιμες πέτρες που φυλακίζουν τη λάμψη του ήλιου, αλλά βλέπει και ένα άλλο όνειρο, παράξενο, που επαναλαμβάνεται συνεχώς: ήρεμη και ευτυχισμένη, ξαπλωμένη σε ένα δικό της, καταδικό της δωμάτιο, με δυο νομίσματα στα μάτια, δυο νομίσματα που τη δροσίζουν και την ανακουφίζουν, βλέπει την Άννα, τη μικρή αδελφή της, που είναι ίδιες σαν δίδυμες και πριν φύγει της υποσχέθηκε πως θα την έπαιρνε κοντά της μόλις ορθοποδούσε, τη βλέπει να κάθεται σε ένα σκαμνί δίπλα στο τζάκι με ξέπλεκα μαλλιά. Θέλει να σηκωθεί να της χαϊδέψει το κεφάλι, αλλά το αφήνει για αργότερα, το κορμί της βαρύ, κολλημένο στο στρώμα, τα χέρια της πρόθυμα, αλλά ανίκανα να σαλέψουν, όπως συμβαίνει στα όνειρα. Από τη μέρα που ήρθε, λαμβάνει εντελώς αντιφατικά μηνύματα. Πρώτον, δεν υπήρχε τρόπος να επιβιώσει σ’ αυτή την αχανή πόλη αν δεν παραχωρούσε το κορμί της, και, δεύτερον, αν το έκανε αυτό, υπήρχε η προβλεπόμενη τιμωρία: υπηρέτρια ή πόρνη. Το τι κάνει μια υπηρέτρια το ήξερε καλά, αλλά τι ακριβώς κάνει μια πόρνη ήταν ακόμη θολό στο μυαλό της, όσα είχε μάθει ήταν από μισόλογα, πονηρά γελάκια και υπαινιγμούς· είχε καταλάβει πως πουλούσες κάτι δικό σου, πολύ δικό σου, αλλά για λίγο, σαν να τους το νοίκιαζες, και δεν το έχανες, το έπαιρνες πίσω αμέσως μόλις ο άντρας τελείωνε ό,τι ήταν να κάνει, αλλά, ό,τι κι αν ήταν αυτό, ήταν προτιμότερο από το να πλένει σκάλες και ασπρόρουχα.
Την πρώτη φορά που βγήκαν να φέρουν ψάρια από το λιμάνι με τη Μαριάννε, μια άσχημη κοπέλα, παραδουλεύτρα της γριάς, πέρασαν από το Υφαντουργείο, ένα μεγάλο κτίριο με τεράστια παράθυρα χωρίς κουρτίνες. Εκεί μέσα έβλεπες σκυφτές γυναίκες όλων των ηλικιών να γνέφουν και να υφαίνουν. Καμία δεν μιλούσε. Καμία δεν γελούσε. Όλες, ντυμένες με σκούρα άχαρα ρούχα και πρόσωπα σκυθρωπά, έραβαν καμπουριασμένες και λυπημένες, ενώ διάφοροι άντρες στέκονταν έξω από τα παράθυρα και παρακολουθούσαν το θέαμα, χασκογελώντας και πετώντας χυδαία αστεία και πειράγματα στις «φυλακισμένες».
«Τι τρέχει εδώ;» ρώτησε η Έλσε.
«Οι ατιμασμένες…» «Οι ποιες;»
«Αυτές που έχουν παραστρατήσει» είπε η Μαριάννε και γέλασε πονηρά.
«Τι σημαίνει “παραστρατήσει”;»
«Αφήνουν τους άντρες να τους κάνουν διάφορα». Το στόμα της στράβωσε μόλις το είπε αυτό και παρέμεινε ανοιχτό σαν να ήταν έτοιμη να φτύσει.
«Δηλαδή;»
«Να τις πιάνουν, να τις πασπατεύουν και να τους χώνουν εκεί κάτω… ξέρεις τι».
Τότε, εκείνη την πρώτη μέρα, δεν ήξερε τι, αλλά υπέθεσε πως αυτό ήταν βρόμικο.

[…]

Εμφάνιση άρθρου bookpress:https://www.bookpress.gr/prodimosieuseis/elliniki-logotexnia/soma-sti-vitrina-mantoglou-metaixmio