Αργυρώ Μαντόγλου : Το πένθιμο εμβατήριο της πόλης μας

Ζωή; Λογοτεχνία; Να διεισδύσει το ένα μέσα στο άλλο;
Τι υπεράνθρωπη προσπάθεια!
Βιρτζίνια Γουλφ

Κάθε φορά που ανακαλώ το παραπάνω απόσπασμα από το Ορλάντο πάντα αναρωτιέμαι: Τι γράφεις; Τι δεν γράφεις; Ποιους γράφεις; και πάντα δίνω κάποια αυτοσχέδια απάντηση. Αυτή τη φορά (Δεκέμβριος 2012) δεν είχα καμία απάντηση και για μέρες δεν μπορούσα να κάνω καμία σκέψη που να απαλύνει, έστω και προσωρινά, την τραχύτητα αυτών των υποθετικών ερωτήσεων. Και ο λόγος (ίσως) είναι η εξάντληση: Μετά την περάτωση ενός καινούργιου βιβλίου, απομακρύνομαι από τον εαυτό που γράφει για να μπορέσω να ξαναβρώ τον εαυτό που ζει. Φαίνεται πως αυτού του είδους η διχοτόμηση αποτελεί πια προϋπόθεση, και υποθέτω πως κανείς μαθαίνει να ζει με αυτό.

Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι πως γράφοντας άλλαζε και η σχέση μου με τη γραφή: Άλλοι οι λόγοι που άρχισα να γράφω και άλλοι οι λόγοι που συνέχισα να γράφω. Η πρώτη δεκαετία ήταν μια εμπειρία «μυητική», πίστευα, και νομίζω σωστά έπραττα, πώς όφειλα να «συνομιλήσω», να έρθω σε επαφή με τα κείμενα, να εντοπίσω σχέσεις, «εκλεκτικές» και «λεκτικές» συγγένειες, να καταρτιστώ θεωρητικά και να διαμορφώσω τον δικό μου λόγο και ταυτότητα. Ταυτόχρονα βασανιζόμουν από ένα είδος εσωτερικής λογοκρισίας, κάτι σαν τον «άγγελο του σπιτιού» της Γουλφ που με καθιστούσε και κριτή των δικών μου γραπτών – μια διαδικασία αρκετά σχιζοφρενική. Τα πρώτα μου βιβλία εμπνέονται από βιβλία, η πραγματικότητα είχε μικρή ή ελάχιστη θέση, ίσως γιατί δεν τη θεωρούσα άξια καταγραφής.

Πέρασα από την ποίηση στην αποδόμηση, από το φεμινισμό και το μεταφεμινισμό στην ψυχανάλυση και στο φορμαλισμό, ενώ η πραγματικότητα, παρά την προσπάθειά μου να την κρατήσω σε απόσταση, πάντα παρενέβαινε με τρόπους υπόγειους, σχεδόν «υπερφυσικούς», υπενθυμίζοντας πως εκεί ελλοχεύει το μυστήριο, η ανατροπή αλλά και το υλικό της γραφής: Εκεί βρίσκονται οι χαρακτήρες, η ιστορία, οι εικόνες αλλά και το σκοτάδι, και φυσικά δεν αναφέρομαι στη στείρα αναπαράσταση ούτε σε αβασάνιστες ρεαλιστικές περιγραφές, αλλά σε μια άλλου είδους «όραση», η οποία απαιτεί καλλιέργεια, εξάσκηση, αλλά και ένα είδος έκτης αίσθησης, μιας αίσθησης που, όσο την ακολουθείς, μαθαίνεις να «βλέπεις», να δημιουργείς συσχετισμούς και να αντλείς το «διαχρονικό» από το «εφήμερο».

Τα ίδια τα βιβλία μού δίδαξαν να μην εμπιστεύομαι τις «προθέσεις» του συγγραφέα. Ίσως επειδή πέρασα χρόνια μεταφράζοντας και γράφοντας για βιβλία, διέκρινα πως το θέμα συχνά ξεφεύγει από το δημιουργό του (κι αυτά είναι τα καλύτερα βιβλία), πως εν τέλει όλοι οι συγγραφείς είναι παιδιά της εποχής τους, έστω κι όταν δεν ασχολούνται με την καταγραφή της πραγματικότητας που βιώνουν, η σχέση τους με την πραγματικότητα δεν γίνεται να εξοριστεί. Τα τελευταία χρόνια, αυτή η Κυρία στα καθ’ ημάς, έχει πάρει το πάνω χέρι. Δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε γύρω τριγύρω και μοιάζει να δεχόμαστε πλήθος ταυτόχρονων επιθέσεων, σαν η κάθε γωνιά της πόλης, το κάθε ερείπιο, η κάθε γειτονιά να φωνάζει: Γράψε για μας, γράψε για μας! Ή καλύτερα: Βρες τον τρόπο να γράψεις για μας. Κι ομολογώ πως για όσο καιρό γραφόταν το πρόσφατο μυθιστόρημά μου Λευκή ρεβάνς άκουγα συνεχώς, όπου κι αν πήγαινα, τέτοιες φωνές – σε κάθε βήμα μου, το πένθιμο εμβατήριο της πόλης μας διεκδικούσε την προσοχή μου.

 

Θα ήθελα, επίσης, να προσθέσω, πως η σχέση με ένα βιβλίο (ειδικότερα την περίοδο που γράφεται) είναι μια σχέση ζωντανή και, όπως όλες οι ζωντανές σχέσεις, είναι απαιτητική. Διεκδικεί χρόνο, ανάσες, πειραματισμούς. Απαιτεί να προσφέρεις τον καλύτερο εαυτό σου και να το τροφοδοτείς συνεχώς, τουτέστιν οφείλεις να κρατηθείς κι εσύ ζωντανός: Να συνεχίσεις να μεταμορφώνεσαι και να μεταμορφώνεις τα όποια σπαράγματα ζωής σού δόθηκαν, σου δίνονται, όποια ανάγνωση του κόσμου συνέθεσες, συνθέτεις, όποιο δώρο καθημερινά του κλέβεις ή του αποσπάς.

Και τέλος, το βιβλίο πρέπει να πάρει την κατάλληλη φόρμα, τη δική του φόρμα. Τα θέματα που κυνήγησες εξαντλητικά πρέπει όχι μόνο να στεγαστούν, αλλά να βρουν τη θέση τους. Σ’ αυτό δεν έχω πολλά να πω: Δοκιμάζεις πολλά μπουκάλια, σπας τα περισσότερα, κλέβεις των άλλων και χαρίζεις τα δικά σου, μέχρι να βγεις το σχήμα εκείνο που όχι μόνο θα υποδεχτεί το υλικό σου, αλλά, θα του προσφέρει μια αναπάντεχη καινούργια νοηματοδότηση που, στην καλύτερη περίπτωση, θα υπερβαίνει ακόμα και τις προθέσεις σου.

Εμφάνιση συνδέσμου στο biblioteque.gr

c