ΤΟ ΣΙΩΠΗΡΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ ΟΥΪΛΙΑΜ ΤΡΕΒΟΡ
Επίμετρο στο “Εργένηδες των λόγων”
της
Αργυρώς Μαντόγλου

Οφείλουμε το σύνολο σχεδόν των ανακαλύψεών μας στις βιαιότητές μας, στον εκτραχηλισμό της ανισορροπίας μας.
E.M.Cioran

Seasons of blankness as of snow
The silent bleed of a world decaying,
The moan of multitudes in woe, These were the things we wished would go
But they are staying
Thomas Hardy

«Ενορατικά σπαράγματα ήταν η κουβέντα τους, αλήθειες κάτω από αναληθείς λέξεις» καταλήγει ένας από τους αφηγητές των «Εργένηδων των Λόφων», σχολιάζοντας την εύθραυστη σχέση δύο αδελφών· αυτή η αίσθηση της αλήθειας που διαφεύγει, διέπει τον τρόπο που επικοινωνούν γενικότερα -σε όλα σχεδόν τα έργα του- οι χαρακτήρες του Τρέβορ με τους πλέον οικείους τους, αλλά και με τον εαυτό τους. Άνθρωποι μοναχικοί, ακόμα και όταν βρίσκονται ανάμεσα σε μια πολυμελή οικογένεια ή σε μια πολυπληθή ομάδα, βιώνουν μια συναισθηματική εξορία, το κάθε βίωμά τους είναι μια καθαρά προσωπική υπόθεση, ποτέ ανεπιτήδευτο, ποτέ αβασάνιστο, μη έχοντας πάντα απόλυτη συνείδηση της σημασίας και της βαρύτητάς του. Οι χαρακτήρες του Τρέβορ συγκατοικούν με τα πλέον οδυνηρά συναισθήματά τους, χωρίς συνενόχους στη θλίψη τους και ο λόγος είναι ο φόβος της ρωγμής: κάπου στο παρελθόν τους υπάρχει μια ρωγμή, ένα τραύμα και μια επιπλέον λέξη μπορεί να το φέρει στην επιφάνεια, μπορεί η ρωγμή να γίνει χάσμα και να τους εξαφανίσει. Η γλώσσα περισσεύει αλλά όχι και τα συναισθήματα· η σιωπή ουρλιάζει στα δώδεκα διηγήματα του Ιρλανδού συγγραφέα που έχει συγκριθεί με τον Τσέχοφ και θεωρείται από τους σημαντικότερους στιλίστες στο διήγημα. Ιστορίες απαλλαγμένες από κάθε περιττή περιγραφή και επεξήγηση, πάνε, χωρίς ενδιάμεσους σταθμούς, στο βάθος, σκιτσάροντας με συγκινητική λεπτομέρεια τη σκοτεινή πλευρά των ηρώων, τα κίνητρα πίσω από κάθε απλή πράξη, και τον απόηχο των μυστικών που ποτέ δεν ειπώθηκαν αλλά που μπορεί να συνεχίσουν και να επηρεάζουν τη ζωή των επερχόμενων γενεών. Τα λόγια τους, ακόμα και οι πιο τετριμμένες καθημερινές κουβέντες εκφέρονται με ένταση· η γλώσσα του σώματος και οι εκφράσεις του προσώπου προδίδουν και μια άλλη πραγματικότητα αλλά και την προσπάθεια αποφυγής της εκφοράς της αλήθειας γιατί όπως λέει και ο ήρωας του Le Visiteur, «η αλήθεια δεν αλλάζει τα πράγματα και σίγουρα δεν είναι παρηγοριά». Παρηγοριά προσφέρεται μόνο στη μοναξιά, στην απόσυρση και στην ασφάλεια του ιδιωτικού κόσμου. Η απόσυρση αυτή προσδίδει στους ήρωες του Τρέβορ μια τραγική ποιότητα: τη στιγμή που οι ίδιοι λαχταρούν να εκφέρουν και να μοιραστούν την αλήθεια ή τα ψήγματα αλήθειας που έχουν συνειδητοποιήσει, ταυτόχρονα συνθηκολογούν και με την αδυναμία τους να αποχωριστούν τη μοναξιά τους που είναι πλέον μια κατάσταση ύπαρξης, μια αδιαπραγμάτευτη συνθήκη. Στο ίδιο διήγημα, ο ήρωας που τόλμησε για λίγο να ονειρευτεί μια άλλη ζωή, εξαιτίας της συνάντησης του με μια όμορφη γυναίκα με την οποία πέρασε μια βραδιά, ένας επισκέπτης κι ο ίδιος μιας άλλης εκδοχής της ζωής του, τη στιγμή που αφήνεται να καταληφθεί από τις φαντασιώσεις του θα πει πως «Η αγάπη είναι διάλογος», ένας διάλογος που ποτέ δεν γίνεται με λέξεις καθώς κανείς δεν συντονίζονται με τη γλώσσα του άλλου. Ο διάλογος, η επιθυμία μιας ανταλλαγής παραμένει στη γλώσσα του σώματος, στις κινήσεις, στις χειρονομίες και στις ανιδιοτελείς τους πράξεις αλλά ποτέ δεν εκφέρεται μέσω του λόγου. Υποψιαζόμαστε πως γι’ αυτό ευθύνεται η βαθιά γνώση της ευθραυστότητας της αγάπης, πολύτιμης για να ρισκάρουν να την εκθέσουν στην ασάφεια και στη αμφισημία της γλώσσας. Παρότι φειδωλοί με τα λόγια οι ήρωες του Τρέβορ είναι υπέρ του δέοντος εκφραστικοί, παρότι φοβούνται την αλήθεια, οι ίδιοι είναι αληθινοί. Η άρνηση αυτών των εξαιρετικά ευαίσθητων ανθρώπων να εκφράσουν με λόγια τα συναισθήματά τους, τους οδηγεί στη συμβολική χρήση μέρων του σώματος αλλά και του περιβάλλοντος. Τα χρηστικά αντικείμενα, συχνά, επιβαρύνονται με το ρόλο της απόδοσης μιας ψυχικής κατάστασης, ή ακόμα και οι ανεπαίσθητες μεταβολές της φύσης που προβάλλει σαν μέρος της δικής του φύσης, η οποία με μυστήριους τρόπους κατορθώνει να «ανοίγει διάλογο» με τους αναγνώστες -ένας από τους λόγους που μένουν αλησμόνητοι. Ολιγόλογοι αλλά προικισμένοι από το δημιουργό τους με εύγλωττες κινήσεις, με ελαστικότητα στις χειρονομίες αλλά και μια πολυεπίπεδη εσωτερικότητα, έχουν σπαρακτική ανάγκη να μεταδώσουν αυτό που τους συμβαίνει αλλά ταυτόχρονα και σεβασμό ή αμφιβολία για την ικανότητα του άλλου να τους κατανοήσει. Τα νευρικά χέρια, το άκαμπτο σώμα, τα ασάλευτα χείλη υποδηλώνουν μια ταραγμένη παρόρμηση για ανθρώπινη επαφή που εμποδίζεται από την ατολμία, και το φόβο της αδυναμίας των άλλων να ανταποκριθούν. Οι κινήσεις τους εκφράζουν αμηχανία, επιθυμία, απελπισία, ακόμα και επιθετικότητα, αλλά ποτέ αδιαφορία. Κανένας δεν είναι αδιάφορος, ακόμα και οι σερβιτόροι έχουν μερίδιο στην ατμόσφαιρα που δημιουργείται στους «Εργένηδες των Λόφων».

Ιστορίες χωρίς αρχή και τέλος

Τα διηγήματα του Τρέβορ όπως και όλων των μεγάλων συγγραφέων εφορμούν από μια προσωπική εμπειρία και καταλήγουν σε κάποιο συμπέρασμα ή υπαινιγμό με πανανθρώπινη βαρύτητα. Η ικανότητά του να προσδίδει οικουμενικότητα στα μικρά ανθρώπινα στιγμιότυπα που περιγράφει οφείλεται σε μια βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης φύσης που τη συναντούμε σε κλασικούς συγγραφείς όπως ο Χένρι Τζέιμς, ο Τόμας Χάρντι, ο Τσέχοφ ή ακόμα και ο Τζόις. Τα αινιγματικά πλάσματα που κατοικούν στις σελίδες του ποτέ δεν μιλούν για τους λόγους των αποφάσεων τους, ποτέ δεν ανακοινώνουν ούτε εξηγούν τις πράξεις τους, είτε αυτές είναι ανιδιοτελείς είτε εγκληματικές, αλλά αφήνουν τους αναγνώστες να αποφασίσουν γι’ αυτούς, ενώ ο τρόπος που παρουσιάζονται δηλώνει μια κάποιου είδους συνθηκολόγηση με τη μοίρα, μια κρυφή συναλλαγή, σαν να έχουν επίγνωση αυτού για το οποίο είναι προορισμένοι, εναρμονισμένοι με το τοπίο, τους λόφους, τα στοιχεία της φύσης, προεπιλεγμένοι από το πεπρωμένο ή την Ιστορία της πατρίδας τους. Κοφτοί και αμετακίνητοι όπως οι γρανιτένιοι βράχοι, που περιγράφει, ο Ιερέας Γκράταν Φιτζμόρις, που «…είχε κάτι απ’ αυτή τη σκληρή γκρίζα πέτρα», αποτελούν ζωντανά μέρη του τοπίου, από εκεί ξεφύτρωσαν και εκεί θα επιστρέψουν: «Παντοτινοί, αναλλοίωτοι οι λόφοι τον περίμεναν, διεκδικώντας τον, ήταν ένας από τους δικούς τους». Κατ’ αυτήν την έννοια οι ιστορίες του Τρέβορ είναι ανοιχτές, δεν γνωρίζουμε το ακριβές σημείο της έναρξης τους ούτε και τον προορισμό τους. Ο συγγραφέας μας βάζει σε μια κατάσταση και μας αφήνει λίγο μετά από μια αποκάλυψη, την οποία οφείλουμε να στοχαστούμε. Στα διηγήματα δεν υπάρχει αρχή και τέλος ούτε και η πλοκή, με τη συμβατική έννοια είναι κεντρικό σημείο εστίασης, ενώ συχνά δημιουργείται η αίσθηση πως αποτελούν μέρος μιας μεγαλύτερης αφήγησης η οποία εξελίσσεται σε ένα άλλο παράλληλο επίπεδο. Εμείς μπήκαμε σε μια σκηνή, σε μια στιγμή που εμφανίστηκαν οι περιπλοκές τους και πιθανόν οι ήρωες, ή ακόμα και ο αφηγητής να γνωρίζει κάτι παραπάνω από όσα μας αποκαλύπτει και που εμείς θα πρέπει να επιστρατεύσουμε τη δική μας ικανότητα σύνθεσης, τη δική μας ευαισθησία για να το συλλάβουμε. Ο Τσέχοφ είχε πει πως «όταν κάποιος τελειώσει το γράψιμο ενός διηγήματος θα πρέπει να εξαλείψει την αρχή και το τέλος». Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται και στον Τρέβορ ο οποίος δίνοντας συμπυκνωμένες «φέτες ζωής» από διαφορετικές χρονικές περιόδους των ηρώων του, προβάλλει την ιδιαιτερότητά τους μέσα από τις καταστάσεις στις οποίες συμμετέχουν χωρίς να επιτρέπει στην αφαιρετικότητα και στην ελλειπτικότητά των περιγραφών του να λειτουργήσουν σε βάρος της πληρότητας του κάθε ξεχωριστού διηγήματος. Επιφανειακή αδράνεια, υπόγεια δράση Οι χαρακτήρες στα περισσότερα έργα του Τρέβορ διαθέτουν μια επιφανειακή «αδράνεια»: λίγα κάνουν και ακόμα λιγότερα λένε, κι όμως μας απευθύνονται –εκτός από τις χειρονομίες και τις κινήσεις τους που προαναφέραμε- υπάρχει και ένα αδιόρατο νεύμα που φανερώνει μια συνεχή εσωτερική συνομιλία με κάτι το αόρατο είτε αυτό είναι ο προσωπικός τους θεός είτε ο τρόπος που έχουν ενσωματώσει τον άλλον μέσα τους, είτε η διαπραγμάτευση με έναν παλιό τους λογαριασμό, με κάποια στιγμή της ιστορίας τους που καθόρισε την υπόλοιπη ζωή τους όπως η κυρία Κινκέιτ στο «Ενάντια στο Νόμο των Πιθανοτήτων» η οποία σημειώνει σε ένα σημειωματάριο τα κέρδη της από κάθε απάτη αφαιρώντας από ένα παλιό ανεξόφλητο χρέος που είναι αποφασισμένη να ισοφαρίσει. Η επιφανειακή αυτή αδράνεια, στις περισσότερες περιπτώσεις είναι επίπλαστη, δεν πρόκειται για την έλλειψη δράσης, αλλά για μια μάλλον «δυναμική αποδοχή» του αναπότρεπτου, μιας μυστηριώδους κατάστασης για την οποία ο αφηγητής δείχνει απρόθυμος να αποκαλύψει περισσότερα, σαν να φοβάται πως αν το κάνει θα χαθούν οι ισορροπίες. Μέσα από την εσωτερική περιπέτεια των χαρακτήρων αποδίδεται και η συνεχής πάλη ανάμεσα στις αληθινές και στις ψεύτικες αξίες, στα αυθεντικά και στα πλαστά συναισθήματα, οι απατηλές προσδοκίες που ξεφτίζουν τη στιγμή που κάποιος ήρωας υπερβαίνει τα όρια του, άλλοτε με τρόπο ηρωικό όπως ο νεαρός βομβιστής που έριξε τη βόμβα στο ποτάμι κι άλλοτε με τρόπο υπόγειο όπως ο Σίντνι της πρώτης ιστορίας της συλλογής, ο υπάλληλος του κινηματογράφου που κατέθεσε μια ψευδή μαρτυρία παρέχοντας άλλοθι σε μια άγνωστή του γυναίκα προκειμένου να αφεθεί ελεύθερη. Κάποιοι άλλοι παραχωρούνται και αυτοθυσιάζονται, συχνά με αδιόρατο τρόπο, όπως η μικρή Μπι που με τη σιωπή της ελπίζει να σώσει το γάμο των γονιών της, ή ακόμα με μικρές κινήσεις που παρατείνουν την ηρεμία και καθυστερούν το αποτρόπαιο, όπως η σύζυγος του προφέσορα που διστάζει να τον ενημερώσει για τη δημοσίευση της νεκρολογίας του, θεωρώντας πως έτσι θα παρατείνει την απόλαυση ενός ανέφελου πρωινού. Η μέγιστη κορύφωση επέρχεται συνήθως στο τέλος της κάθε ιστορίας όπου συγκεντρώνονται και δικαιολογούνται όσα προηγήθηκαν, όχι με κάποια μεγαλειώδη εντυπωσιακή κίνηση ή ανατροπή, αλλά με ένα νεύμα, μια ανεπαίσθητη χειρονομία, σαν να κλείνει ένας κύκλος για να ανοίξει ένας καινούργιος. Η ειρωνεία της τύχης, η σύμπτωση και η μοίρα δεν απουσιάζουν, είναι δομικά στοιχεία αλλά εμφανίζονται όχι για προσφέρουν απαλλαγή, ανακούφιση ή να επιφέρουν κάποια αλλαγή αλλά για να συμπληρωθεί μέρος της πληροφορίας, για να αιτιολογηθεί μια στάση, της οποίας ο αντίκτυπος συνεχίζεται και μετά το πέρας της εξιστόρησης. Οι ιστορίες οι οποίες εντυπώνονται βαθύτερα στον αναγνώστη είναι εκείνες που δημιουργούν αμφιβολίες για τα γεγονότα, τα αισθήματα και για την κατανόηση της κατάστασης από τους ενδιαφερόμενους, καθώς οι συνθήκες και οι λεπτομέρειες ποτέ δεν αποσαφηνίζονται επαρκώς. Ο Τρέβορ, όμως, αριστοτεχνικά φροντίζει να τους παρέχει κάποιες «Επιφάνειες»,(στιγμές αποκάλυψης και εγρήγορσης σύμφωνα με τον Τζόις) όπου μας δίνεται μια ανοιχτή ερμηνεία που εν μέρει αιτιολογεί τη στάση του ήρωα έστω και για εκείνη τη δεδομένη στιγμή. Συχνά η δράση απροειδοποίητα μεταφέρεται σε ένα άλλο επίπεδο πραγματικότητας είτε χρονικό είτε εσωτερικό προκειμένου να αιτιολογηθεί μια αψυχολόγητη αντίδραση και να επιτευχθεί μια στιγμιαία ισορροπία, ανάμεσα στα προσωπικά και στα συλλογικά πάθη -όλοι έχουν κάποια πάθη είτε με έναν άνθρωπο είτε με μια κατάσταση, είτε με μια ιδέα, είτε ακόμα με το κλείσιμο ενός παλιού λογαριασμού.

Από το ατομικό στο συλλογικό

Οι δώδεκα ιστορίες της συλλογής είναι αυτοτελείς αλλά έχουν ένα κοινό πλαίσιο: πρόκειται για ανθρώπους μοναχικούς και στις περισσότερες η σχέση τους με την Ιρλανδία είναι καθοριστική. Η επαφή τους με τη φύση της, τις παραδόσεις αφορά σε κάποια πτυχή του εαυτού τους που πολλές φορές, εν αγνοία τους, λειτουργεί ανατρεπτικά. Πρόκειται για εκείνη την «εκκεντρική» διάστασή τους που τους καθιστά μοναχικούς, -οι ήρωες του Τρέβορ δεν φαίνεται να ξέρουν ποιοι είναι ακριβώς και ούτε τους απασχολούν τα κίνητρά τους, τους συναντάμε σε μια κατάσταση και παρακολουθούμε την αντίδρασή τους σε κάποια γεγονότα. Οι πρωταγωνιστές ποικίλλουν, οι ηλικίες τους, τα επαγγέλματά τους, το φύλο και το πνευματικό και το κοινωνικό τους επίπεδο διαφέρουν. Όλοι, όμως διαθέτουν μια βαθιά εσωτερική ευγένεια την οποία οι ίδιοι αγνοούν, και όπως η φύση που τους περιβάλλει, έχουν ένα τραχύ εξωτερικό περίβλημα και μια ιδιότυπη ομορφιά. Ο λόφος συμβολίζει και μια θεμελιώδη πλευρά τους, σύμβολο υπεροχής αλλά και απομόνωσης, επιβλητικοί και κυρίαρχοι, βρίσκονται πάντα στο φόντο, καλύπτοντας την «άλλη πλευρά», λίγοι τους ανεβαίνουν και ακόμα λιγότεροι ζουν στις κορυφές. Πέρα από το φόντο του ιρλανδικού τοπίου, οι ιστορίες συνδέονται και με έναν εσωτερικό τρόπο: χαρακτήρες, θέματα, ιδέες, αυτοθυσία, πίστη, ισορροπία, μυστικά, μυστικοπάθεια, όλα όσα απασχόλησαν τον Τρέβορ και στα υπόλοιπα βιβλία του επανέρχονται παραλλαγμένα. Οι ομοιότητες ανάμεσα στον Σίντνι από το «Τρεις άνθρωποι» που καταθέτει για να ελευθερωθεί μια άγνωστή του γυναίκα και του νεαρού Άλμπερτ από το «Θάνατος το Καλοκαίρι» που γίνεται προστάτης των κατατρεγμένων κοριτσιών, είναι εμφανείς, όπως και η αυτοθυσία της μικρής Μπι από τα «Καλά νέα» με την ηρωίδα του «Η ιστορία της Λούσι Γκολντ», και της κυρίας Κινκέιτ από το «Ενάντια στο Νόμο των Πιθανοτήτων», με τη μαντάμ Φέρι από το «Θάνατος το καλοκαίρι». Και οι δυο γυναίκες δείχνουν, εκ πρώτης όψεως, απατεώνισσες και εκβιάστριες αλλά η απάτη και ο εκβιασμός αποδεικνύονται τελικά και μοναδικοί τρόποι απονομής δικαιοσύνης και εξιλέωσης.
H τέχνη της «φευγαλέας ματιάς»
O Τρέβορ έχει αναγνωριστεί ως ένας εκ των σημαντικότερων σύγχρονων Αγγλοϊρλανδών συγγραφέων. Ενώ πολλά από τα πρώιμα έργα του τοποθετούνται στην Αγγλία, τα πιο πρόσφατα ενσωματώνουν την ιστορία και τις κοινωνικές μεταβολές της πατρίδας του της Ιρλανδίας. Η γνώμη μελετητών και κριτικών διίσταται όταν αποτιμούν το έργο του Τρέβορ. Άλλοι υποστηρίζουν πως πρόκειται για έναν μυθιστοριογράφο που ενίοτε γράφει και διηγήματα και άλλοι ισχυρίζονται το αντίστροφο. Ένα ακόμα σημείο διχασμού είναι το αν πρέπει να συμπεριληφθεί ανάμεσα στους Άγγλους συγγραφείς καθώς ο ίδιος ζει στην Αγγλία και ένα μέρος του έργου είναι τοποθετημένο εκεί ή αν λόγω του ότι έχει γεννηθεί και ζήσει μέρος της ζωής του στην Ιρλανδία και μεγάλο μέρος των μυθιστορημάτων του και διηγημάτων του αφορούν τις πολιτικές αναταραχές και τη ιδιοσυγκρασιακή ιδιαιτερότητα των κατοίκων θα πρέπει να συμπεριληφθεί στην παράδοση του Τζόις. Ο Τρέβορ, όμως, αντιστέκεται σε αυτού του είδους τις κατηγοριοποιήσεις. Έχοντας επανειλημμένα εκφράσει την πεποίθησή του πως ο δημιουργός οφείλει να διαχειριστεί την «εντοπιότητά» του με τέτοιο τρόπο ώστε να διαφωτίσει και να εμπλουτίσει την πανανθρώπινη εμπειρία, έχει ενσωματώσει στο έργο του την παράδοση και ασκεί την τέχνη του με το δικό του τρόπο, το ύφος του είναι αναγνωρίσιμο, η λακωνικότητα των διαλόγων, η ελλειπτική σύνταξη των προτάσεων όπου συχνά λείπει το ρήμα ή μια ολόκληρη φράση, η ποιητικότητα των περιγραφών, η μοναδική απόδοση της σκοτεινής πλευράς των χαρακτήρων, η χρήση της γλώσσας και ο σχηματικός τρόπος πραγμάτωσης των προσώπων και της δράσης, η από επιλογή περιθωριοποιημένοι ήρωες, εμφανίζονται από τις πρώτες σελίδες κάθε καινούργιου του έργου, ενδεικτικά στοιχεία του αποκλειστικά δικού του κόσμου. Αλλά και ο τρόπος παρουσίασης των χαρακτήρων του που γίνεται σταδιακά και αποσπασματικά, δημιουργώντας την αίσθηση πως και ο ίδιος ο αφηγητής βρίσκεται σε αμηχανία γι’ αυτά που ήταν έτοιμος να πει και προτιμά να αφήνει τον αναγνώστη να μαντεύει και να συμπληρώνει τα κενά. Η προοπτική του εξωτερικού παρατηρητή, η ικανότητά του να βλέπει και να παρατηρεί τους χαρακτήρες του και τα κίνητρά τους με αποστασιοποιημένη αντικειμενικότητα, επιστρατεύοντας ταυτόχρονα το εσωτερικό μάτι εκείνου που κατανοεί και συμπάσχει εκ των έσω, είναι ενδεικτικά του συγγραφέα που νιώθει άνετα τόσο με την Αγγλική όσο και με την Ιρλανδική ταυτότητά του. Ο Τρέβορ διαθέτει την αντικειμενικότητα του εξωτερικού παρατηρητή, κατανοώντας ταυτόχρονα τον αυτόχθονα Ιρλανδό έχοντας γνώση των κοινωνικών και πολιτικών περιπλοκών της Ιρλανδίας με την οποία έχει ασχοληθεί εκτεταμένα σε προηγούμενα έργα του (Η Ιστορία της Λούσι Γκολντ), αλλά και της λογοτεχνικής παράδοσής της. Μελετητές έχουν εντοπίσει την επιρροή του Τζόις, ιδιαίτερα από τους «Δουβλινέζους», σημειώνοντας τη «διαφθορά» που είναι κεντρική και στους δυο συγγραφείς αλλά και το πως τόσο οι χαρακτήρες του Τζόις, όσο και του Τρέβορ προωθούνται προς μια Επιφάνεια, μια αποκάλυψη ηθικής, και πνευματικής χροιάς. Ο Τρέβορ ως συγγραφέας δεν υψώνει ποτέ τη φωνή του, δεν υπάρχουν λογύδρια, κατηχήσεις, ανακοινώσεις, ούτε εύκολα μαθήματα και ηθικά διδάγματα, μόνο φευγαλέοι υπαινιγμοί για κρίσιμα ηθικά ζητήματα που προκαλούν τον αναγνώστη να στοχαστεί. Σε μια συνέντευξή του στο Paris Review, o ίδιος αποκάλεσε την τέχνη του διηγήματος, «τέχνη της φευγαλέας ματιάς», της οποίας η δύναμη «εντοπίζεται σε όσα αφήνει ανείπωτα». Η τέχνη της φευγαλέας ματιάς είναι η τέχνη των λεπτών αποχρώσεων, των πλάγιων μέσων, των υπαινιγμών και του διφορούμενου -ιδιότητες όπου η δημιουργική συμμετοχή του αναγνώστη είναι προϋπόθεση και πρόκληση.

Η εικονογραφία του «κακού»

Τόσο στα μυθιστορήματά του, όσο και στα διηγήματά του οι χαρακτήρες του εγκαταβιώνουν στο κοινωνικό περιθώριο και συχνά βρίσκονται τυχαία στο δρόμο των προνομιούχων, ή κάποιων αθώων και εύπιστων ανθρώπων αλλά στο τέλος όλοι αποδεικνύονται εξίσου τρωτοί. Οι «κακοί» του Τρέβορ δεν είναι εξ ολοκλήρου κακοί -ο βαθμός φαυλότητας ποικίλλει- αλλά βάζοντάς μας μέσα στον κόσμο τους και στη σκέψη τους ως ένα σημείο μας «εξηγεί» και τη δολιότητά τους, καθώς ο τρόπος που εισερχόμαστε στη διεστραμμένη φαντασία τους μας αφαιρεί το δικαίωμα της αβασάνιστης καταδίκης και αποπομπής τους. Απατεώνες, εκβιαστές, ακόμα και φονιάδες περιγράφονται με τέτοια φυσικότητα -χωρίς να καταφεύγει σε ηθικοπλαστικά διδάγματα- που παύουν να ταυτίζονται με τις πράξεις τους, το κακό δεν είναι πάντα απωθητικό, είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης, και συχνά μια υγιής αντίδραση ενός οργανισμού που για να επιβιώσει οφείλει να επιστρατεύσει ακόμα και την παρέκκλισή του. Ο Τρέβορ αποκαλύπτει το «κακό» με ψυχρότητα και ψυχραιμία που δυσκολεύει τον αναγνώστη να συλλάβει τη βαρύτητα της πληροφορίας. Μια απλή, συνηθισμένη γυναίκα είναι δολοφόνος της αδελφής της, ένα κοριτσάκι κακοποιείται, μια κυρία σχεδιάζει να κλέψει έναν άντρα που ερωτοτροπεί και μια άλλη κρύβει σημαντικές πληροφορίες από το σύζυγό της. Όλοι όμως έχουν σοβαρές δικαιολογίες: διεκδικούν το δικό τους τρόπο κατάρρευσης αλλά και αποκατάστασης, τα μυστικά του σπαραγμού τους δεν είναι προσιτά αλλά μας δίνεται ο απόηχος, γιατί η κάθοδος στα βάθη απαιτεί τη σιωπή, την αναστολή των δονήσεων ακόμα και των αντιδράσεων. Αυτή η παράξενη ικανότητα του Τρέβορ να ζωντανεύει πορτρέτα που η συμβατική ηθική θα τους κατέτασσε στους διεστραμμένους και μάλιστα να τους καθιστά, αν όχι συμπαθητικούς, τουλάχιστον κατανοητούς, οφείλεται στο γεγονός πως αυτοί οι άνθρωποι είναι οι ίδιοι τσακισμένοι από αυτά που έχουν προηγηθεί στη ζωή τους και επιπλέον είναι και οι πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες, προικισμένοι με μια απρόσμενη γενναιοδωρία και ανιδιοτέλεια.

Μύθος και απομυθοποίηση

Σε όλα του τα έργα οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τις προσωπικές τους δυσκολίες αλλά συχνά η ζωή τους εμπλέκεται με τις αναταραχές στην πατρίδα τους. Η εισβολή της εξωτερικής βίας και των πολιτικών αναταραχών στον ιδιωτικό βίο συχνά προκαλεί αποδιοργάνωση και καταστροφή. Όπως ένας από τους χαρακτήρες του χάνει τη γυναίκα του και την κόρη του από μια βόμβα που τοποθετήθηκε στο αυτοκίνητό του κατά λάθος γιατί το νούμερο διέφερε κατά ένα μόνο ψηφίο, ή την εμπειρία της μαρτυρίας ενός φονικού που κρατάει δυο αδέλφια δέσμιους μια ολόκληρη ζωή, ή ακόμα όπως είδαμε στην Ιστορία της Λούσι Γκολντ την από μια παρεξήγηση δια βίου απομάκρυνση της κόρης από τους γονείς της ή ακόμα ο φτωχός μετανάστης Λίαμ Πατ στο Λονδίνο που επιστρατεύεται για να βάλει μια βόμβα. Στο «Πένθος», μια από τις συγκλονιστικότερες ιστορίες της συλλογής, ένας αφελής νεαρός ιρλανδός μετανάστης με το όνομα Λίαμ Πατ, προσεγγίζεται από πολιτικά ενεργά στελέχη του απελευθερωτικού ιρλανδικού κινήματος στο Λονδίνο όπου και του παρέχουν στέγη και δουλειά με σκοπό να τον πείσουν να βάλει μια βόμβα στην πόλη, λίγο πριν επιστρέψει στην πατρίδα του. Ο Λίαμ Πατ κάποια στιγμή διαπιστώνει πως η κατάστασή του είναι ανάλογη με κάποιου άλλου, ενός άλλου νεαρού που έκανε το λάθος και τοποθέτησε τη βόμβα και πως αυτό που βίωνε το είχε ήδη βιώσει, «Κομμάτια και θρύψαλα είχαν μαζευτεί από το δρόμο και το πεζοδρόμιο, σάρκες και οστά, ένα κομμάτι από ένα πορτοφόλι, πεταμένο πενήντα μέτρα μακριά». Στην κλιμάκωση της ιστορίας ο Λίαμ Πατ, αποφασίζει ενστικτωδώς να μη βάλει τη βόμβα αλλά να τη ρίξει στον Τάμεση. «Ήταν το πένθος του για το αγόρι, όπως θα μπορούσε να είχε πενθήσει για τον ίδιο του τον εαυτό», γράφει ο Τρέβορ τελειώνοντας την ιστορία με ένα ελαφρώς ποιητικό τέλος, μια Επιφάνεια με μια δυνατή αλλά ανοιχτή σε ερμηνείες φράση «…ικέτευε να μην πάψει ποτέ να πενθεί», συμπυκνώνοντας μέσα σε μια γραμμή τον προορισμό μιας ζωής, αλλά και τη συνειδητοποίησης μιας διαθήκης που έρχεται από τις γενιές που προηγήθηκαν. Ένα ακόμα μοτίβο που συχνά εμφανίζεται στα έργα του Τρέβορ και το συναντάμε και στους «Εργένηδες…»είναι αυτό της απομυθοποίησης, της απώλειας του ονείρου και της απόστασης ανάμεσα στις ρομαντικές φαντασιώσεις και στην επίπεδη πραγματικότητα: ένας άντρας χάνει το όνειρο του μεγάλου έρωτα μετά από την περιπέτεια μιας βραδιάς μαζί της, ένας καθηγητής, μετά τη φάρσα της δημοσίευσης της νεκρολογίας του μαθαίνει το τι πραγματικά πίστευε ο κόσμος γι’ αυτόν, μια Γερμανίδα διαπιστώνει την παραμονή του γάμου της με έναν Άγγλο τη σκληρότητα και την ανευθυνότητά του. Η απογοήτευση δεν είναι οριστική, υπάρχει σαν μια ποιότητα στον αέρα που αναπνέουν η οποία μπορεί να μεταβληθεί από στιγμή σε στιγμή αν ένας καινούργιος άνεμος φυσήξει και δώσει μια άλλη διάσταση στα πράγματα. Αυτή η μεταβλητότητα έχει γίνει αποδεχτή από τους ήρωες, οι οποίοι παρά τη γρανιτένια τους ιδιοσυγκρασία, διαθέτουν μια βαθύτερη κατανόηση και είναι εναρμονισμένοι με την πραγματικότητα τους που είναι ένα συνονθύλευμα από χαμένες ευκαιρίες, επαφές, έρωτες, αλλά και ελπίδες για την προοπτική του ξανακερδισμένου παραδείσου της προτίμησής τους μέσα από την αποδοχή της προσωπικής τους κόλασης. Καθώς είναι προικισμένοι με μια ιδιότυπη πίστη που αντλείται από μια εγγενή αυθεντικότητα: «η πίστη τους προστατεύει, τους δίνει ρόλους, κάνει όλα όσα υπάρχουν να σωπάσουν» και καταπραΰνει τους φόβους, μια πίστη ως αντίδοτο της απελπισίας και της ακατανοησίας, έναν υπαινιγμό για ένα κρυφό νόημα που θα αποκαλυφθεί, ίσως όταν θα πάψουν να το αναζητούν. Τα έργα του Τρέβορ μπορεί να μη διαθέτουν ένα καλό τέλος με την τρέχουσα έννοια αλλά υπάρχει μια απάντηση, ένας υπαινιγμός και μια μετάθεση της απορίας, και με αυτή την έννοια η μέθοδός του αντιγράφει τον τρόπο που έχει και η ζωή να μας απαντά στα θεμελιώδη και ασίγαστα ερωτήματά μας.

Ο Ουίλιαμ Τρέβορ γεννήθηκε το 1928 στο Μιτσελστάουν της επαρχίας Κορκ, και πέρασε την παιδική του ηλικία στην επαρχιακή Ιρλανδία. Φοίτησε σε αρκετά ιρλανδικά σχολεία και αργότερα στο Τρίνιτι Κόλετζ στο Δουβλίνο. Είναι μέλος της Ιρλανδικής Ακαδημίας Γραμμάτων. Έχει γράψει πολλά μυθιστορήματα, μεταξύ των οποίων Οι απόφοιτοι (The Old Boys, 1964), που κέρδισε το βραβείο Hawthornden, Τα παιδιά του Ντύνμουθ (The Children of Dynmouth, 1976) και το Fools of Fortune, 1983, που κέρδισαν και τα δύο το βραβείο μυθιστορήματος Whitbread, το The Silence in the Garden, 1988, που κέρδισε το βραβείο Yorkshire Post για το βιβλίο της χρονιάς, το Two Lives, 1991, υποψήφιο για το βιβλίο της χρονιάς της Sunday Express, το οποίο περιλαμβάνει τη νουβέλα Reading Turgenev, που προτάθηκε για το βραβείο Booker, Το ταξίδι της Φελίσια (Felicia’s Journey, 1994), το οποίο κέρδισε τα βραβεία Whitbread και Sunday Express για το βιβλίο της χρονιάς και γυρίστηκε σε φιλμ το 1999, το Θάνατος το καλοκαίρι (Death in Summer, 1998) και το Η ιστορία της Λούσι Γκολτ (The Story of Lucy Gault, 2002), το οποίο ήταν υποψήφιο για το βραβείο Booker. Ο Τρέβορ είναι διάσημος διηγηματογράφος, με πιο πρόσφατη συλλογή του το Οι Εργένηδες των λόφων, που κέρδισε το βραβείο διηγήματος Macmillan Silver Pen και το βραβείο ιρλανδικής λογοτεχνίας της Irish Times το 2001. Έχει επίσης εκδώσει το The Oxford Book of Irish Short Stories (1989). Έχει γράψει για το θέατρο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, ενώ πολλά από τα έργα του για την τηλεόραση έχουν βασιστεί στα διηγήματά του. Τα περισσότερα βιβλία του έχουν εκδοθεί από τις εκδόσεις Penguin. Το 1976 ο Ουίλιαμ Τρέβορ πήρε το βραβείο Allied Irish Banks και το 1977 του απονεμήθηκε το τιμητικό Commander of the British Empire, σε αναγνώριση της πολύτιμης προσφοράς του στη λογοτεχνία. Το 1992 πήρε το βραβείο της Sunday Times για το σύνολο του λογοτεχνικού του έργου και το 1999 του απονεμήθηκε το σημαντικό βραβείο David Cohen για την αγγλική λογοτεχνία, σε αναγνώριση της προσφοράς του στη λογοτεχνία. Πολλοί κριτικοί και συγγραφείς έχουν επαινέσει το έργο του: για τη Χίλαρι Μάντελ είναι «ένας από τους σύγχρονου συγγραφείς που θαυμάζω περισσότερο», και για την Κάρολ Σιλντς, «ένας αξιόλογος χρονικογράφος της εποχής μας». Στη Spectator η Ανίτα Μπρούκνερ γράφει: «Αυτές οι ιστορίες θα αντέξουν στο χρόνο. Και σε κάθε υπέροχη πρόταση δεν υπάρχει ούτε μία λέξη περιττή», ο δε Τζον Μπάνβιλ πιστεύει πως τα μυθιστορήματα του Ουίλιαμ Τρέβορ συγκαταλέγονται «μεταξύ της πιο περίτεχνης και εκλεπτυσμένης λογοτεχνίας που γράφεται σήμερα».