Η «Κυρία Νταλογουέι» εκτυλίσσεται στο Λονδίνο, μια όμορφη καλοκαιρινή ημέρα, έναν αιώνα πριν, συγκεκριμένα, την Τετάρτη, 13 Ιουνίου του 1923. Ο ήλιος λάμπει, ο πόλεμος έχει τελειώσει και, από νωρίς το πρωί, ακολουθούμε την ηρωίδα της Βιρτζίνια Γουλφ που έχει βγει στο κέντρο της πόλης για αγορές της τελευταίας στιγμής για τη δεξίωση που θα δώσει το ίδιο βράδυ.
Μπορεί μεν ο μυθιστορηματικός χρόνος να είναι το διάστημα μιας και μόνο ημέρας, ωστόσο η σκέψη της κυρίας Νταλαγουέι που έχει πατήσει τα πενήντα δυο, ενώ περιφέρεται στους δρόμους της πόλης, επιστρέφει συνεχώς στο παρελθόν και, κυρίως, σε μια μέρα του Ιουνίου του 1889, όταν ήταν δεκαοκτώ χρονών και πήρε την καθοριστική για τη ζωή της απόφαση να παντρευτεί τον κύριο Ρίτσαρντ Νταλογουέι, -έναν άντρα ευυπόληπτο που ασχολείται με την πολιτική-, απορρίπτοντας τον Πίτερ Γουόλς, τον νεανικό της έρωτα ο οποίος τώρα επιστρέφει από την Ινδία μετά από μακρόχρονη απουσία.
Ο τίτλος του βιβλίου υπαινίσσεται κάποιες ιδιότητες της ηρωίδας. Με το «κυρία», προφανώς η Γουλφ θέλησε να μη παραβλέψουμε το γεγονός πως πρόκειται για μια παντρεμένη γυναίκα η κοινωνική θέση της οποίας καθορίζεται από τον γάμο της. Όμως, από τις πρώτες σελίδες, διασχίζοντας το Λονδίνο η Κλαρίσσα Νταλαγουέι βιώνει την αλλόκοτη αίσθηση ότι δεν έχει σώμα, ότι δεν είναι τίποτα, δεν υπάρχει: «Είχε την παράξενη εντύπωση πως ήταν αόρατη∙ αθέατη∙ άγνωστη… κι αυτή ήταν η κυρία Νταλογουέι∙ ούτε καν Κλαρίσσα πια∙ αυτή ήταν η κυρία Ρίτσαρντ Νταλογουέι». Η Γουλφ γνώριζε ότι το επίθετο του συζύγου αποτελεί το πιο ισχυρό διακριτικό γνώρισμα της πατριαρχικής ηγεμονίας. Επιλέγοντας τον συγκεκριμένο τίτλο για το μυθιστόρημα προφανώς θέλει να σχολιάσει έναν από τους τρόπους που ο νόμος και η πολιτεία καταστούν τις γυναίκες αόρατες, ή μπορεί, προβάλλοντας το συγκεκριμένο στοιχείο της ταυτότητάς της να υπονομεύει, από την αρχή, τις ιδιότητες που διαθέτουν οι «αξιοπρεπείς» σύζυγοι, οι οποίες μπορεί μεν να έχουν κοινωνική καταξίωση αλλά οι ίδιες ως ετεροκαθοριζόμενες συνεχίζουν να νιώθουν αόρατες.
Με αυτόν τον αφοπλιστικά ρεαλιστικό τίτλο στο τέταρτο μυθιστόρημά της και μια μάλλον κυκλοθυμική, αμφίσημη ηρωίδα -μια καθημερινή γυναίκα αλλά και κοσμική ταυτόχρονα- που βγήκε βόλτα στο κέντρο της μητρόπολης, η Γουλφ (εσκεμμένα) τοποθετεί την κυρία Νταλαγουέι σε αντιπαράθεση με τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις (1920), έργο που διάβαζε την εποχή που άρχισε να γράφει το δικό της μυθιστόρημα, το οποίο εκτυλίσσεται, επίσης, σε μια μόνο ημέρα. Η Κλαρίσσα δεν είναι κάποια εξιδανικευμένη γυναίκα, μια μυθική Πηνελόπη, Αφροδίτη ή Αθηνά, δεν διαθέτει ιδιαίτερες ιδιότητες. Αυτό που είναι ιδιαίτερα συγκινητικό και γοητευτικό στο βιβλίο είναι ο τρόπος που η Γουλφ διακρίνει πίσω από τις κοινωνικές μάσκες των ανθρώπων και περιγράφει τις βαθύτερες ανθρώπινες αγωνίες, φόβους, διαψεύσεις, χωρίς να τους ωραιοποιεί ούτε να τους αναγάγει σε μυθικό επίπεδο. Όλοι οι χαρακτήρες είναι άνθρωποι με ένα ραγισμένο επίχρισμα καθωσπρεπισμού και κοινωνικότητας, βαθιά τραυματισμένοι από τα δεινά της εποχής τους.
Και πράγματι οι περισσότεροι έχουν αποτύχει να σταθούν στο ύψος των φιλοδοξιών τους και των νεανικών ονείρων τους: Η Κλαρίσσα φοβάται ότι η ζωή της υπήρξε επιφανειακή, χωρίς πάθος, ο Ρίτσαρντ Νταλογουέι δεν έχει πετύχει ιδιαίτερα στην πολιτική του καριέρα όπως ήλπιζε και ο Πίτερ Γουόλς, ένας σοσιαλιστής και επίδοξος συγγραφέας, δεν έχει εκπληρώσει τις λογοτεχνικές φιλοδοξίες του και επιστρέφει στην πατρίδα αποπροσανατολισμένος. Ο Σέπτιμους Σμιθ, επίσης, ένας βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου που ονειρευόταν να γίνει ποιητής υποφέρει από τους εφιάλτες και την αδυναμία του να γειωθεί στην πραγματικότητα, ενώ ο πιο επαναστατημένος χαρακτήρας, η ατίθαση και τολμηρή Σάλι Σίτον, παιδική φίλη της Κλαρίσσα, έχει παντρευτεί έναν εργοστασιάρχη από το Μάντσεστερ και έχει πέντε γιους.
Καμπάνες ηχούν, ρολόγια χτυπούν
Ο αρχικός τίτλος του μυθιστορήματος ήταν «Οι Ώρες» -(τίτλο που «δανείστηκε ο Μάικλ Κάνιγχαμ για το μυθιστόρημά του, βραβείο Pulitzer 1999, όπου εμφανίζονται μια σύγχρονη ενσάρκωση της κυρίας Νταλογουέι στη Νέα Υόρκη καθώς και η Βιρτζίνια Γουλφ την περίοδο που έγραφε το μυθιστόρημα) – και ο χρόνος είναι ένα από τα κεντρικά μοτίβα σε όλες τις σκηνές: τα ρολόγια που χτυπούν και οι καμπάνες που ηχούν σηματοδοτούν το πέρασμά του, αλλά και τον εσωτερικό χρόνο, των αναμνήσεων, των χώρων, των αισθήσεων που δημιουργούν ένα εξίσου δυνατό εσωτερικό τοπίο, ενώ δεν λείπει η υπενθύμιση των κύκλων της ζωής μιας γυναίκας, αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε βιολογικό ρολόι. Ο χρόνος, ανάλογα με το εξωτερικό ερέθισμα, διαστέλλεται και συστέλλεται ενώ η συνειρμική γραφή της Γουλφ μας καθιστά μάρτυρες της καταιγιστικής εμφάνισης των αναμνήσεων που ενίοτε επιβάλλονται με την ορμητικότητα και τον αισθησιασμό τους σε ένα εξίσου αινιγματικό παρόν.
Ο χρόνος ωστόσο μετράει αντίστροφα για τον άλλον ήρωα Σέπτιμους Σμιθ, βετεράνο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου που αισθάνεται ότι δεν δύναται να συγχρονιστεί με το παρόν μετά από την εμπειρία των χαρακωμάτων και το μετατραυματικό σοκ από τους βομβαρδισμούς. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Γουλφ στο πρόσωπο του στιγματισμένου από τον πόλεμο Σέπτιμους σκιαγραφεί έναν χαρακτήρα, επιφανειακά αντίθετο της Κλαρίσσα, που όμως σε πολλά σημεία συγκλίνει, κυρίως, στο τέλος, χωρίς να έχουν συναντηθεί. Πρόκειται για δυο παράλληλες αλλά όχι εντελώς διαφορετικές ιστορίες, δυο ιστορίες ανθρώπων που πάσχουν, αλλά με διαφορετικό τέλος. Στις 16 Οκτωβρίου η Γουλφ γράφει στο ημερολόγιο της: «Aς υποθέσουμε ότι συνδέονται με αυτόν τον τρόπο: Τρέλα και ψυχική υγεία. Η κυρία Ντ βλέπει την αλήθεια, ο Σ.Σ. βλέπει την παραφροσύνη της αλήθειας. Ο ρυθμός θα δοθεί με την ταχύτατη αύξηση της τρέλας του Σ. από τη μια, και της ώρας της επικείμενης δεξίωσης που πλησιάζει, από την άλλη». Ο Σέπτιμους αναλογίζεται τον χρόνο με τρόπο που σε σημεία συγκλίνει με τη ροή των εσωτερικών μονολόγων της κυρίας Νταλαγουέι:
«Η λέξη “ώρα” έσπασε το κέλυφος της∙ έρριξε καταρράκτη από τα πλούτη της πάνω του ∙κι από τα χείλη του έπεσαν σαν οβίδες, σαν ξύσματα από αεροπλάνο , χωρίς να τις φτιάχνει ο ίδιος, σκληρές, λευκές, άφθαρτες λέξεις και πέταξαν να βρουν τη θέση τους σε μια ωδή στο Χρόνο∙ μια αθάνατη ωδή στο Χρόνο».
Το μυθιστόρημα μπορεί να διαβαστεί και ως μια αγέραστη «ωδή στο χρόνο», στη χαρά της ζωής, στη βαρύτητα των μικρών απολαύσεων αλλά και στη μοναδικότητα της κάθε στιγμής, παρότι είναι ένα μυθιστόρημα για την παρακμή και τις απώλειες. Κι ενώ κάποιοι από τους επιζώντες αποχωρούν οικειοθελώς από τον χορό της ζωής, άλλοι περνούν σ’ έναν νέο κύκλο. Κι αυτό η ηρωίδα της Γουλφ διεκδικεί με τον δικό της τρόπο.
«Τι τρέλα! Τι βύθισμα!»
Ποια είναι η κυρία Νταλαγουέι που βγαίνει από το σπίτι της μεθώντας με το πανηγύρι των αισθήσεων, σαν να μαθαίνει ξανά τι σημαίνει να είσαι ζωντανή μετά από μια σκοτεινή περίοδο. Είναι μια ηρωίδα με κατάθλιψη ή μια γυναίκα που μαθαίνει να επιβιώνει; Ανέφερα πιο πάνω ότι πρόκειται για μια κυκλοθυμική αμφιθυμική ηρωίδα, θα προσθέσω πολύσημη, καθώς μέσα σε έναν σχεδόν αιώνα ζωής (το μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε το 1925) έχουν υπάρξει πλήθος αναγνώσεων, σχολιασμών και μελετών -ενίοτε αντιθετικές μεταξύ τους.
Οι πρώτοι κριτικοί διάβασαν την κυρία Νταλογουέι σαν ένα εγχειρίδιο του μοντερνισμού, εξαιτίας του συνειρμικού τρόπου γραφής και της συνεχούς αναφοράς σε νέες ανακαλύψεις: αυτοκίνητα που κορνάρουν στον δρόμο, αεροπλάνα που διασχίζουν τους ουρανούς διαφημίζοντας ακατανόητα προϊόντα και πλήθη που συνωστίζονται έξω από τους κινηματογράφους. Πολλοί στάθηκαν στις κινηματογραφικές τεχνικές που υιοθετεί, όπως μοντάζ, φλάσμπακ, εναλλαγή οπτικών, κλιμακώσεις και κοντινά πλάνα.
Aκoλούθησαν αναγνώσεις που βασίζονταν στη ζωή της Γουλφ και ερμήνευαν το βιβλίο με βάση τη δική της εμπειρία από τον πόλεμο και την ασθένεια της. Ή, ακόμα, με βάση καταχωρήσεις στα ημερολόγια της ή κριτικές και άρθρα όπου σχολιάζει μυθιστορήματα, συγγραφείς και τεχνικές για το σύγχρονο μυθιστόρημα.
Υπάρχουν αναγνώσεις για την παρακμή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και τον τερματισμό της αποικιοκρατίας μετά την απώλεια της Ινδίας, την ταξική διαφοροποίηση ανάμεσα στις γυναίκες, την νοσταλγία της νιότης, τη μητρότητα, τον έγγαμο βίο, άλλοι μιλούν για την επιβίωση, άλλοι για μια μεταμφιεσμένη πραγματεία για την κατάθλιψη, καθώς και πλήθος από ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις καθώς η Γουλφ με τον σύζυγό της Λέναρντ Γουλφ εξέδωσαν από τον εκδοτικό τους οίκο έργα του Φρόιντ. Αργότερα, τη δεκαετία του ’60, με την έλευση της φεμινιστικής θεωρίας, ήρθαν και οι αναγνώσεις για το κοινωνικό φύλο και τον ετεροκαθορισμό, αλλά και τη λεσβιακή σχέση με την παιδική της φίλη Σάλι Σίτον.
H πανδημία της Ισπανικής γρίπης
Όλες αυτές οι πολλαπλές αναγνώσεις και οι νέες ερμηνείες καθιστούν το βιβλίο κλασικό. Με την πάροδο του χρόνου, έρχονται οι αναγνώστες εκείνοι που έχουν το ανάλογο βίωμα και εντοπίζουν μέσα σε ένα κείμενο ίχνη και υπαινιγμούς μιας άλλης συνθήκης που δεν είχε εντοπιστεί επαρκώς στις πρωθύστερες αναγνώσεις. Και αναφέρομαι, φυσικά, στην πανδημία της Ισπανικής γρίπης που την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε θερίσει και περιορίσει δραματικά τη ζωή και των Λονδρέζων, με 200.000 θύματα μόνο στην Αγγλία. Ωστόσο, περισσότερο υπονοείται παρά αναφέρεται στο μυθιστόρημα, αν και κυριαρχεί η υποβόσκουσα ελεγειακή ατμόσφαιρα που όλοι θέλουν πάση θυσία να ξορκίσουν.
Η κυρία Νταλαγουέι θέλει να γιορτάσει, γιατί με τόσο θάνατο τριγύρω επιμένει να αγοράζει τα λουλούδια της και να στέλνει υπενθυμίσεις στους προσκεκλημένους της, γιατί σε μια ολόκληρη πόλη παρά τις πένθιμες καμπάνες που ενίοτε συντονίζονται με τις χαρμόσυνες για το τέλος του πολέμου, οι άνθρωποι κυκλοφορούν συνεχώς στους δρόμους, φλερτάρουν, διασκεδάζουν, πίνουν τα ποτά τους σε ανοιχτούς χώρους και τρέχουν στον κινηματογράφο, για να νιώσουν ζωντανοί μετά το θανατικό. Έπρεπε να περάσουμε κι εμείς το βίωμα του covid ’19 τους περιορισμούς και τις απώλειες για να υπάρξουν κι αυτές οι αναγνώσεις. Και αυτή είναι η γοητεία ενός ανοιχτού πολυπρισματικού κειμένου: κάθε εποχή, προσφέρει την ελευθερία στον αναγνώστη να βρει αυτό που εκείνος χρειάζεται, όπως και η κυρία Νταλαγουέι. Μια γυναίκα μέσης ηλικίας, μεσαίας τάξης, μέτριας εμφάνισης και μηδενικών προσδοκιών, ίσως μόνο άμεσων κοντινών απολαύσεων, όπως τη δεξίωσή της, ζητάει λίγη από τη χαρά της ζωής, να απαλλαγεί από τον φόβο του θανάτου, να αναστήσει μια οριστικά χαμένη σπίθα της νιότης. Ο πόλεμος και η «γρίπη της» της έμαθε ότι ο θάνατος παραμονεύει, έμαθε τη ρευστότητα και ότι το απρόβλεπτο καραδοκεί. Θα μπορούσαμε να πούμε, με σημερινούς όρους, ότι η κυρία Νταλογουέι είναι σε μια «μετά πανδημική συνθήκη», όπως και οι γύρω της, μόνο που ο καθένας τη βιώνει με τον δικό του τρόπο και ότι το μυθιστόρημα, πέρα από όλα τα άλλα, εξερευνά την κλίμακα προσαρμοστικότητας των ανθρώπων και την ικανότητα τους να διαχειρίζονται τις αλλαγές που επιφέρει ο ρους της ιστορίας:
«Αυτή η τελευταία εποχή που βίωσε ο κόσμος είχε γεννήσει σ’ όλους τους, όλους τους άντρες και όλες τις γυναίκες, ένα ποτάμι δάκρυα, Δάκρυα και λύπες∙ κουράγιο και καρτερικότητα∙ συμπεριφορά απόλυτα έντιμη και στωική».
Η κυρία Νταλογουέι στη μετά covid’ 19 συνθήκη
Όλοι οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος έχουν συνείδηση του υλικού κόσμου, θέλουν τις απολαύσεις, ίσως επειδή τις έχουν στερηθεί. Θέλουν να ντυθούν, να βγουν, να διασκεδάσουν και να συναντήσουν τους φίλους τους.
Ζωντανοί ξανά σ’ αυτόν τον νέο κόσμο είναι η Κλαρίσα, ο Πίτερ, ο Ρίτσαρντ και όλοι οι χαρακτήρες του βιβλίου, λαχταρούν, έστω και παροδικά, να ξεχαστούν την επιφανειακή λάμψη του κόσμου.
Ένα από τα θεμελιώδη ερωτήματα του μυθιστορήματος είναι αυτό που διαχρονικά απασχολεί όλους τους ανθρώπους, σ’ όλες τις εποχές: Πώς θα ανακτήσεις τον παλμό της ζωής ξανά την ώρα που έχεις ακόμα το πρόσωπο στραμμένο στο κοντινό παρελθόν και δεν έχεις ακόμα επεξεργαστεί το δράμα και τις καταστροφές των τελευταίων χρόνων; Μπορείς, χωρίς ενοχές, να πας σε ένα πάρτι γενεθλίων ή να γιορτάσεις τα δικά σου την ώρα που μαίνεται ο πόλεμος στη γειτονιά σου, πώς να αντλήσεις χαρά με τόσο θάνατο τριγύρω; Πώς να δώσεις ένα πάρτι μετά από μια πλημμύρα ή μια θανατηφόρα πυρκαγιά, πώς να γιορτάσεις σε μια τέτοια δραματική εποχή;
Κι όμως, όπως η ηρωίδα της Γουλφ, βρίσκουμε τον τρόπο να συνεχίσουμε, η υποχρέωση των επιζώντων είναι να ζήσουν, όπως επιμένει ο Πίτερ Γουόλς: «Ήταν φρικτό, φώναξε, φρικτό, φρικτό! Παρ’ όλα αυτά, ο ήλιος έκαιγε ακόμη. Παρ’ όλα ατά, η ζωή είχε τον τρόπο της να προσθέτει τη μια μέρα πάνω στην άλλη».
Υπό αυτή την έννοια η κυρία Νταλογουέι είναι μια αρχετυπική γυναίκα, ένας άνθρωπος που καταφάσκει στη ζωή. «Η ΄κυρία Νταλαγουέι είμαστε όλοι εμείς» όπως έγραφαν πολλοί αναγνώστες κατά τη διάρκεια του λοκντάουν της πρόσφατης πανδημίας, ξορκίζοντας το κακό.
Βιρτζίνια Γουλφ, «Η κυρία Νταλογουέι», Μτφρ. Κωνσταντίνα Τριανταφυλλοπούλου, Μεταίχμιο, 2005
Αργυρώ Μαντόγλου, συγγραφέας, μεταφράστρια
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στις σελίδες της “Ιστορίας” της εφημερίδας Καθημερινή
Leave A Comment