Της Αργυρώς Μαντόγλου.

 manto-300x336Για ποιο λόγο, λοιπόν, είναι τόσο δύσκολο για τους μυθιστοριογράφους σήμερα να πλάσουν χαρακτήρες που να μοιάζουν πραγματικοί όχι μόνο για τον κύριο Μπένετ αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο; Για ποιο λόγο όταν έρχεται ο Οκτώβριος οι εκδότες δεν καταφέρνουν να μας προσφέρουν κάποιο αριστούργημα; ( Βιρτζίνια Γουλφ)

“Τον Δεκέμβριο του 1910 περίπου, άλλαξε ο ανθρώπινος χαρακτήρας» ισχυριζόταν η Βιρτζίνια Γουλφ το 1924 στο κομβικό δοκίμιό της «Ο κύριος Μπένετ και η κυρία Μπράουν», απαντώντας σε κείμενο του κυρίου Μπένετ ο οποίος διατεινόταν πως οι συγγραφείς της εποχής αδυνατούσαν πλέον να παραδώσουν στο κοινό πειστικούς και αληθοφανείς χαρακτήρες. Κατά ένα περίεργο τρόπο η συγκεκριμένη φράση στοιχειώνει το παρόν, καθώς βρισκόμαστε και πάλι μπροστά σε κατακλυσμικές αλλαγές που έχουν επηρεάσει δραματικά τον ανθρώπινο χαρακτήρα. Συνεπώς, αν ο δυνάμει μυθιστοριογράφος θελήσει να τους «συλλάβει» θα πρέπει να κινηθεί ταχύτερα. Επιπλέον, θα μπορούσαμε κι εμείς να ισχυριστούμε πως έναν άλλο, πιο κοντινό  Δεκέμβρη, τον Δεκέμβρη του 2008, ο ανθρώπινος χαρακτήρας έχει μεταβληθεί εκ θεμελίων και στα καθ’ ημάς, γεγονός που εν μέρει οφείλεται στις πολιτικές εξελίξεις, στην οικονομική ύφεση, στη ραγδαία μείωση του εισοδήματος, στις  μετακινήσεις πληθυσμών, αλλά και στην εξάπλωση της τεχνολογίας, η οποία προσέφερε σε μέχρι πρότινος αποκλεισμένες ομάδες ένα νέο είδος ελευθερίας. Μια ελευθερία που παρέχει τη δυνατότητα επικοινωνίας αλλά και την ευκολία έκφρασης και συνύπαρξης πολλών εκδοχών ή προσωπείων του ατόμου που ο καθένας από εμάς ορίζει ή αισθάνεται ως εαυτό του.

«Το όνομά μου είναι Μπράουν. Έλα και πιάσε με αν μπορείς».

Στο ίδιο δοκίμιο η Γουλφ προτρέπει τους δυνάμει συγγραφείς να ασκηθούν στην παρατήρηση και  στην «ανάγνωση των χαρακτήρων» προκειμένου να αποδώσουν την εσωτερική τους πολυπλοκότητα, και για να δώσει ένα απτό  παράδειγμα στους αναγνώστες της παίρνει μια τυχαία κυρία, την  κυρία Μπράουν, που επιβαίνει σε ένα βαγόνι του τρένου από το Λονδίνο με προορισμό το Ρίτσμοντ, την οποία και παρακολουθεί στενά. Αυτοσχεδιάζοντας, στην αρχή πιθανολογεί τον τρόπο που οι σπουδαίοι συγγραφείς της εποχής της θα την απεικόνιζαν, σε ποια σημεία θα εστίαζαν, στο ύφος και τρόπο γραφής, στην ιδεολογία που θα διείσδυε, έστω και ασυνείδητα, στην περιγραφή της γυναίκας. Στη συνέχεια επιδίδεται η ίδια στην κατασκευή του πορτρέτου της άσημης συνεπιβάτισσάς της, μιας καθημερινής γυναίκας της εποχής .

«Οι περισσότεροι μυθιστοριογράφοι έχουν μια ανάλογη εμπειρία. Κάποια Μπράουν, Σμιθ, ή Τζόουνς παρουσιάζεται μπροστά του και λέει με τον πλέον σαγηνευτικό και γοητευτικό τρόπο του κόσμου: “Έλα και πιάσε με αν μπορείς”. Κι έτσι, παρασυρμένοι από ανάλογες φρούδες ελπίδες, παραδέρνουν από βιβλίο σε βιβλίο, ξοδεύοντας τα καλύτερα χρόνια της ζωής τους στο κυνήγι και λαμβάνοντας, κατά κύριο λόγο, μια ελάχιστη ανταπόδοση. Ελάχιστοι συλλαμβάνουν το φάντασμα· οι περισσότεροι αρκούνται σε ένα κομματάκι από το φόρεμά της ή σε μια τούφα από τα μαλλιά της».

H χρονιά της δημοσίευσης του δοκιμίου έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς η Γουλφ έχει ήδη σημειώσει στα ημερολόγια της πως «τώρα μπορώ να γράψω ό,τι θέλω», βρίσκεται σε ένα σημείο της καριέρας της που μπορεί και παίρνει ελευθερίες, και μας δίνει τη δική της κυρία Μπράουν ζωντανεύοντας τον χαρακτήρα της, τα αδύναμα σημεία της και τις μικρές ή μεγάλες αδυναμίες της, αλλά κυρίως είναι σε θέση να αποκαλύψει και να πει απερίφραστα αυτά που η γυναίκα κρύβει, που θέλει να κρύψει, ή που η ίδια νομίζει πως κρύβει.

Μετά την προτροπή της Γουλφ, μπαίνω κι εγώ στον πειρασμό να κάνω ένα ανάλογο πείραμα: να επιδοθώ στην «ανάγνωση» ενός χαρακτήρα, ενός οικείου καθημερινού χαρακτήρα.

Διαβάζοντας την Άννα

Αν μπαίναμε σήμερα σε ένα βαγόνι ενός δικού μας τρένου και εστιάζαμε κι εμείς σε μια σύγχρονη κυρία Μπράουν, επιχειρώντας να βρούμε τα χαρακτηριστικά εκείνα που θα μπορούσαν να την αναγάγουν σε χαρακτήρα (και όχι καρικατούρα), και καθώς ζούμε στη Βαλκανική χερσόνησο και όχι στο αριστοκρατικό προάστιο του Ρίτσμοντ, θα βρεθούμε απέναντι σε μια γυναίκα στον προαστικό (ώστε να έχουμε αρκετό χρόνο να την παρατηρήσουμε), η οποία  θα αποβιβαστεί  (ας πούμε) στην Νερατζιώτισα, είτε για ψώνια στο mall, είτε επειδή εργάζεται στο παρακείμενο Υπουργείο Παιδείας, είτε επειδή θα αλλάξει τρένο για να πάει στο Ελευθέριος Βενιζέλος,  ή (μια ακόμα πιθανότητα) επειδή έχει αφήσει κάπου εκεί το αυτοκίνητό της μετά από άγριο ξενύχτι και πάει να το ψάξει.  Όλα αυτά, φυσικά, είναι υποθέσεις και μπορούμε να κάνουμε άλλες τόσες, ανάλογα με το εξωτερικό της παρουσιαστικό, την εμφάνισή της,  αλλά και το δικό μας βλέμμα.

Μια τυχαία καθημερινή γυναίκα – η δική μας κυρία Μπράουν- την οποία για χάρη ευκολίας θα ονομάσω κυρία Μέντη, Άννα Μέντη, είναι μια νέα μοντέρνα γυναίκα γύρω στα τριάντα, με όλα τα αξεσουάρ και τον εξοπλισμό που επιβάλλει η σύγχρονη αισθητική και οι  τάσεις στη μόδα, με ρούχα γνωστής (μάλλον οικονομικής) αλυσίδας καταστημάτων, βραχιολάκια, χάντρες κι ένα σκουλαρίκι στη μύτη που δηλώνει μια ελαφρά απόκλιση ή διάθεση να ξεχωρίσει, ενώ το ξεθωριασμένο βερνίκι των νυχιών, μια παραμέληση που ίσως σηματοδοτεί κάτι το ενδιαφέρον. Η  μεγάλη τσάντα μπορεί να περιέχει οτιδήποτε: ρούχα για αλλαγή στο mall,  χαρτιά για τον δικηγόρο ή ακόμα και άχρηστα παραφερνάλια που ξέμειναν εκεί μέσα, παραχωμένα για άγνωστους, ακόμα και στην ίδια, λόγους. Ένα διακριτικό τατουάζ στο πίσω μέρος του καρπού θα μας προβληματίσει καθότι δυσανάγνωστο. Αν καταφέρναμε να το διαβάσουμε μπορεί να έδινε μια άλλη, απολύτως  διαφορετική τροπή στον συλλογισμό μας.

 

Νέα γυναίκα, μόνη, γράφει

Εκτός από το τατουάζ, συναντάμε  μια επιπλέον δυσκολία που δεν υπήρχε στην εποχή της Γουλφ: δυσκολευόμαστε να συναντήσουμε το βλέμμα της και να «αποκρυπτογραφήσουμε» τη γλώσσα του σώματός της. Κι αυτό επειδή εκείνη παραμένει ακίνητη και απολύτως απορροφημένη από  τα I  phone της -ένα κόκκινο I phone στο δεξί της χέρι και ένα δεύτερο ακουμπισμένο στο κάθισμα (η θήκη με απαστράπτοντα στρασάκια), το οποίο σηκώνει κάθε τόσο για να τσεκάρει τα μηνύματα,  ενώ ταυτόχρονα σερφάρει στο κόκκινο και όλο και κάτι πληκτρολογεί, απορροφημένη. Γράφει πάρα πολύ γρήγορα, αστραπιαία σχεδόν, γράφει σε τυφλό σύστημα, καθώς ενίοτε το βλέμμα της πηδάει στην οθόνη του άλλου, χωρίς να  σταματάει το γράψιμο.

Εν τω μεταξύ έχει στ’ αυτιά της σφηνωμένες τις ψείρες από το I pod που καθιστούν αδύνατη την όποια ακουστική επαφή με το περιβάλλον. Η Άννα είναι ουσιαστικά αποκλεισμένη, οχυρωμένη μέσα στον δικό της κόσμο, μακριά από το όποιο εξωτερικό ερέθισμα. Διαπιστώνω, πως πρόκειται για έναν νέου τύπου χαρακτήρα, έναν χαρακτήρα καλωδιωμένο που έχει συνειδητά αποκλείσει τις αισθήσεις του.

Το φυσικό της σώμα είναι εδώ, ενώ το πνεύμα της βρίσκεται διασπαρμένο σε χίλια σημεία του ορίζοντα, σε όλες τις γωνιές της γης. Η γυναίκα αυτή μπορεί να διαθέτει δέκα ψευδώνυμα, τρία για τους φίλους της στο facebook, ένα ή δυο στο Linkedin, για το  επαγγελματικό της προφίλ, τέσσερα σε σάιτ γνωριμιών, ένα στο Instagram και ίσως κάποια ακόμα σε διάφορα σάιτ, όπου συνομιλεί  με ανθρώπους που μοιράζονται τα ενδιαφέροντα της,  ταυτόχρονα είναι σε επαφή με ανθρώπους που λαμβάνουν μέρος σε μια ποδηλατοδρομία στον Καναδά ή σε μια καθιστική διαμαρτυρία για το προσφυγικό στο Βερολίνο. Όσο για το κόμμα που στηρίζει, η Άννα μπορεί να είναι ψηφοφόρος του Σύριζα, του Ποταμιού, του Ανταρσία ή κάποιου ακόμα μικρότερου. Αν κατορθώσουμε να αποκρυπτογραφήσουμε το τατουάζ ίσως καταφέρουμε να μαντέψουμε και την ψήφο της, αν και στις μέρες μας υπάρχει τέτοια ρευστότητα στους ψηφοφόρους που είναι ευκολότερο να μαντέψουμε την πρώτη της πληρωμένη εργασία ή τον τόπο καταγωγής του παππού της, παρά την τελευταία της πολιτική επιλογή.

Καρτεσιανή αποθέωση

  Όμως εδώ, σε αυτή τη γυναίκα και για όσο η διαδρομή συνεχίζεται διακρίνουμε μια πλήρη απόσπαση ανάμεσα στο υλικό σώμα της και στο πνεύμα. Μια πολυμέρεια που δεν είναι μια απλή διάσπαση αλλά η αποθέωση της καρτεσιανού διαχωρισμού  ανάμεσα σε σώμα και σε πνεύμα.

Αν λοιπόν ακολουθούσαμε την προτροπή της Γουλφ και εστιαστούμε στις ιδιαιτερότητες της προκειμένου να δημιουργήσουμε έναν «ζωντανό» χαρακτήρα, εδώ θα είχαμε μια δυσκολία καθώς η άκρα τυποποίηση και η υποταγή στο στερεότυπο,  – νέα γυναίκα μόνη γράφει- στο κινητό της φυσικά, μας δυσκολεύει στο να συνάγουμε πολλά από τα παπούτσια, την τσάντα, τα ρούχα της, ενώ η συνεχιζόμενη ακινησία της είναι αποτρεπτική.  Απόλυτη η ακινησία της καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής, ούτε μια φορά δεν σήκωσε το κεφάλι να κοιτάξει έξω από το παράθυρο. Συμπέρασμα: το εξωτερικό τοπίο δεν υφίσταται  για εκείνη, η Άννα αυτή τη στιγμή μπορεί να βρίσκεται στο Εδιμβούργο και να παρακολουθεί το βιντεάκι που της έστειλε μια φίλη της από μια υπαίθρια συναυλία, ή στα παράλια κάποιου ελληνικού νησιού, όπου και βλέπει τους εθελοντές ανάμεσα στους οποίους είναι ένας φίλος της από το FB, που περιμένουν την άφιξη μιας βάρκας με Σύριους πρόσφυγες.

Ένας ανεπαίσθητος ήχος ακούγεται και παίρνει στο χέρι και το άλλο κινητό, χαμογελάει αμυδρά, με το χαμόγελο είχαμε την ευκαιρία να δούμε τα δόντια της, εμφανής η τερηδόνα και η παραμέληση, τα νύχια των χεριών της φαγωμένα, ενδεικτικό της αδυναμίας της να  υπερνικήσει μια παλιά της συνήθεια, ή πως δεν την ενδιαφέρει ιδιαίτερα η γνώμη των άλλων.

Ένα μήνυμα την έκανε να χαμογελάσει και έπειτα να γελάσει δυνατά, αν κάποιος  θελήσει να μοιραστεί το αστείο μαζί της, θα χρειαστεί να την ταρακουνήσει, καθώς, όπως ήδη ανέφερα,  δεν επικοινωνεί με το βαγόνι.

Ποια είναι αυτή η κοπέλα, θα ρωτούσε πάλι ο επίμονος μυθιστοριογράφος, για πού το έβαλε η Άννα; Στα δάχτυλά της  δεν διακρίνουμε βέρα, αλλά είναι φορτωμένα με πάρα πολλά δαχτυλίδια, όλα προφανώς συναισθηματικής και όχι πραγματικής αξίας.

Προσπαθούμε από κάπου να πιαστούμε, κάποια ένδειξη της βαθύτερης προσωπικότητας της, ψάχνουμε για σημάδια, τικ, γκριμάτσες αλλά όλα είναι προβλέψιμα και εύκολα ερμηνεύσιμα, ίσως αν επιμείνουμε πολύ και παραβούμε τα όρια της διακριτικότητας, ίσως να διακρίνουμε  κάτι παραπάνω,  μια μελανιά στην άκρη της μασχάλης ή ένα γδάρσιμο που θα μπορούσε να είναι το λάφυρο μιας ερωτικής βραδιάς ή ένα αθώο σημάδι από τη μετακίνηση επίπλων από το ένα δωμάτιο στο άλλο.

Homo  technologicus  

Η ραγδαία εισβολή της τεχνολογίας, η παγκοσμιοποίηση και η εύκολη πρόσβαση σε κάθε μορφής παράλληλου σύμπαντος έχει δημιουργήσει ένα νέο είδους ανθρώπου, το homo technologicus, η δε περιγραφή του ανθρώπου αυτού, απαιτεί μια νέα φόρμα, όπως διατεινόταν η Γουλφ το 1924, για τον άνθρωπο που προέκυψε από τη βιομηχανική επανάσταση.

Διαβάζει η κυρία Μέντη μυθιστορήματα, κι αν ναι, τι διαβάζει; Τον άρχοντα των δαχτυλιδιών,  το κορίτσι με το τατουάζ, ίσως, όσο για τους κλασικούς, αμφιβάλλω αν έχει τον χρόνο για σχοινοτενείς αφηγήσεις, έχοντας διαπαιδαγωγηθεί μέσα από τις αμερικανικές σειρές, είναι εθισμένη στους γρήγορους ρυθμούς, στις ανατροπές και στους διπολικούς χαρακτήρες.

Για την ακρίβεια η διπολική διαταραχή για τους ήρωες που τη συγκινούν, είναι βασική προϋπόθεση, καθώς δεν θα «παρακολουθούσε» ποτέ και λέω παρακολουθούσε επειδή δεν μπορώ να τη φανταστώ να διαβάζει βιβλία. Μια ηρωίδα με χαρακτήρα επίπεδο, μια νοικοκυρά, ή μια ανύπαντρη καθηγήτρια δεν  θα την ενδιέφερε στο ελάχιστο, η Άννα χρειάζεται ηρωίδα δυναμική, με σκοτεινό παρελθόν, βίαιες εκρήξεις και υπερβάλλοντα ερωτισμό. Εξάλλου και οι αντιπρόσωποι που στέλνει στη βουλή έχουν επιδείξει σοβαρά δείγματα διπολικότητας, αν και αυτό δεν μοιάζει να λειτουργεί ανασταλτικά από το να τους ξαναψηφίσει.

Κατάργηση του τόπου, συρρίκνωση του χρόνου 

Γύρω στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας έγινε μια επανάσταση στον τρόπο που ένας καθημερινός άνθρωπος αντιλαμβάνεται τη θέση του στον κόσμο: ο συνδυασμός της εύκολης πρόσβασης στην τεχνολογία, μαζί με τον περιορισμό της οικονομικής δυνατότητας, είχαν ως αποτέλεσμα –όπως προανέφερα- την ριζική μεταβολή στον χαρακτήρα.

Οι κοινωνιολόγοι και οι ψυχολόγοι ισχυρίζονται πως οι αλλαγές αυτές δεν αφορούν μόνο στη συμπεριφορά αλλά και στην αίσθηση του εαυτού. Αυτοί οι νέοι χαρακτήρες, οι homo technologicus, όπως τους ονόμασα ήδη, ελλείψει άλλου όρου,  είναι άνθρωποι η συνείδηση των οποίων «κατασκευάζεται» και αποφασίζει με έναν τρόπο που δεν ήταν εφικτός σε όποια άλλη εποχή της ανθρώπινης ιστορίας, καθώς η ύπαρξη τους παραμένει σε μόνιμη σύνδεση με την ύπαρξη άλλων ανθρώπων, ενώ οι ξένες ιδέες και εμπειρίες γίνονται αυτόματα το «υλικό» της δικής τους ύπαρξης και τις οικειοποιούνται πριν ακόμα προλάβουν να τις επεξεργαστούν.

Η διαφορά ανάμεσα στην κυρία Μπράουν της Γουλφ και στην «δικτυωμένη» Άννα Μέντη, του προαστιακού μας, δεν εντοπίζεται στο ότι η δική μας μπορεί να βγει το βράδυ και να ξημερωθεί με έναν τύπο που γνώρισε σε ένα σάιτ, ούτε στο ότι μπορεί να κλείσει ένα φτηνό εισιτήριο με την Ryan air και την επομένη να βρεθεί στη Ρώμη για καφέ, την ώρα που για την αντίστοιχη κυρία Μπράουν η μηνιαία  επίσκεψη στην εξαδέλφη της στο Λονδίνο ήταν η μοναδική της έξοδος, αλλά στον τρόπο που αυτές οι δυο γυναίκες αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους, στον τρόπο που σκέφτονται -αν σκέφτονται- και στον τρόπο που επικοινωνούν.

Οι νέες δυνατότητες επικοινωνίας της Άννας διαμορφώνουν και μια καινούργια πληθυντική αίσθηση του εαυτού. Ο εαυτός της Άννας εδράζεται σε διάφορες ψηφιακές πλατφόρμες, εκφράζεται σε πολλά διαδικτυακά προφίλ, καθώς την ώρα που πατάει τα πλήκτρα στο κινητό της επιλέγει και ποιον εαυτό θα επιστρατεύσει. Ο εαυτός της είναι ρευστός και ανασυντάσσεται κάθε λεπτό, ανάλογα τα Like, τα σχόλια και τις κοινοποιήσεις. Η ταυτότητα της Άννας παρασύρεται στο αχανές δίκτυο και σκορπίζεται στα τσατ και στα τουίτ, κάθε λεπτό διαλύεται και ανασυντίθεται. Η άλλη ζωή, το όνειρο και η διαφυγή δεν κατοικεί πια στις σελίδες ενός μυθιστορήματος, δεν έχει παρά να δει ένα βιντεάκι για να ξεχαστεί, να φτιάξει ένα καινούργιο προφίλ για να τονωθεί, ενώ η άμεση δημοσιοποίηση των εσώψυχων της και η αβίαστη άντληση υποστήριξης, ενισχύουν  την αυτοπεποίθηση της και την ακαριαία αποδέσμευσή της από το όποιο πραγματικό της περιβάλλον.

Η  Άννα Μέντη δεν είναι η ίδια επαναστάτρια, αλλά μια επανάσταση την έχει ήδη αλλάξει. Η τεχνολογική επανάσταση την έκανε κι εκείνη άνθρωπο με ιδιότητες – έστω και αν αυτές είναι εικονικές και ψευδεπίγραφες.

Αν λοιπόν κάποιος ή κάποια συνεχίζει να θέλει  να γράψει για αυτή τη γυναίκα, τη σκυφτή πολυδιασπασμένη «σκλάβα της οθόνης» που του φωνάζει στο αυτί: «Πιάσε με αν μπορείς»,  θα πρέπει να κινηθεί πολύ αργά.

Θα πρέπει να την αναγκάσει να σηκώσει το βλέμμα και να κοιτάξει βαθιά στα μάτια της, για να βρει εκείνο το «κάτι» που την κάνει να διαφέρει, εκείνο το ψήγμα της αλήθειας που δεν ποστάρει, δεν μοιράζεται με κανέναν, και συχνά η κάθε Άννα του προαστικού προτιμάει να αγνοεί.

Θα χρειαστεί να την πείσει πως δεν θέλει να την «πιάσει» γι’ αυτό και εκείνη δεν χρειάζεται και να τρέξει, δεν περιμένει να ακούσει κάτι το έξυπνο από τα χείλη της και δεν απαιτεί την προσοχή της. Νομίζω, πως αυτό που έχει να κάνει, είναι να την κεράσει μια καραμέλα, ή ένα κουλουράκι, προκειμένου να γίνει μια αρχή, και έτσι να την παρασύρει να ανοίξει το στόμα της και να ακούσει στο «ευχαριστώ» την χροιά της φωνή της, έπειτα μέσα από τα καθημερινά και τετριμμένα, να καταφέρει να ανταλλάξει λίγα λόγια  μαζί της, για να δει τις εκφράσεις του προσώπου της.

Στη συνέχεια, να στραφεί διακριτικά προς το παράθυρο, κι ενώ εκείνη θα απαντάει σε ένα ακόμα μήνυμα που μόλις έλαβε στο τρίτο κινητό της που εμφάνισε μαγικά από τα βάθη της αχανούς τσάντας της, να την αναπλάσει κάπου αλλού, σε ένα άλλο τρένο, με τα υλικά της δικής του φαντασίας.

 

 

Εμφάνιση άρθρου στην ιστοσελίδα του Αναγνώστη