Η Ελένη Γκίκα συνομιλεί με την Αργυρώ Μαντόγλου για το βιβλίο της “Λευκή ρεβάνς” (εκδ. Ψυχογιός), καθώς και για την περίοδο που διανύουμε.
Όταν η συγγραφέας και μεταφράστρια Αργυρώ Μαντόγλου πριν από πέντε χρόνια έγραφε το μυθιστόρημα «Όλα στο μηδέν», ο νους μας πήγαινε κατ’ ευθείαν στη ρουλέτα, σήμερα πηγαίνει κατ’ ευθείαν στη ζωή μας και στη χώρα. Με τη «Λευκή ρεβάνς» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Ψυχογιός», η συγγραφέας επανέρχεται στην τρομοκρατία του παρόντος, στο παράλογο, στην αντεκδίκηση άνευ λόγου. Εξάλλου το δηλώνει, στο καινούργιο της μυθιστόρημα την οδήγησαν «η αδυναμία να ερμηνεύσει την τρέλα και την απόγνωση, το ανεπανόρθωτο πλήγμα στη συλλογική μας συνείδηση και η ανάγκη της εκ νέου επινόησης του εαυτού».
Στο βιβλίο που γράφει τώρα αναζητά την καινούργια συνθήκη, την επιβίωση και την συνύπαρξη, αναγνωρίζοντας ότι θα πρέπει να ξαναπάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. Επανεξετάζοντας την κατάλυση κάθε ιδιωτικότητας μέσα από το fb, την τυφλή βία και το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής, αισιόδοξη πάντα «γιατί όσο γράφονται και παράγονται καινούργια έργα, σχηματίζονται καινούργιες ερωτήσεις, η ιστορία του κόσμου προχωράει». Άλλωστε «Όλοι έχουν τις ευθύνες τους, λένε οι ειδήμονες. Εγώ λέω πως αντί να ψάχνουμε για το φταίχτη καλύτερα να προσπαθήσουμε να ιχνηλατήσουμε αυτό το «εδώ». Δηλαδή να δούμε το πού βρισκόμαστε και πού μπορούμε να πάμε από αυτό το σημείο εκκίνησης. Κίνηση, να μην παραλύσουμε», υποστηρίζει και γράφοντας προχωράει.
«Όλα στο μηδέν» σήμερα, κυρία Μαντόγλου;
Όταν έγραφα αυτό το μυθιστόρημα –χρόνια πριν το 2008– δεν φανταζόμουν πως ο τίτλος θα ήταν τόσο κυριολεκτικός σε σχέση με την καθίζηση που θα βιώναμε τα επόμενα χρόνια. Το «Όλα στο μηδέν» ήταν ένα σχήμα λόγου, μια μεταφορά, μια φράση που ξεσήκωσα από παίχτες της ρουλέτας. Όσοι ποντάρουν στο μηδέν, παίρνουν μεν το μεγαλύτερο ρίσκο, αλλά μπορεί να αποκομίσουν και το μέγιστο κέρδος. Οι περισσότεροι, φυσικά, μένουν με την επίγευση της ακύρωσης και της προδοσίας. Σήμερα οι κάτοικοι μιας ολόκληρης χώρας έχουν αυτή την επίγευση, και μάλιστα (ειδικά οι νέοι) χωρίς να έχουν προλάβει να ποντάρουν σε κάποιον αριθμό, καθώς ένας αμείλικτος γκρουπιέρης τους έχει βγάλει εκτός χρόνου -το παιχνίδι ήταν στημένο• άλλοι παίζουν και ρισκάρουν για λογαριασμό μας.
Κι ο πρώτος νεκρός; «Λευκή ρεβάνς»; Γιατί όλα στο fb θυμίζουν εμφύλιο;
Στη «Λευκή ρεβάνς» όλα ξεκινούν το Δεκέμβρη του 2008, με τη δολοφονία του δεκαπεντάχρονου και τα επεισόδια στην Αθήνα. Αυτός ο χαμός πυροδοτεί όχι μόνο τις αλλαγές που επήλθαν στην πόλη αλλά ̶ σε ένα δεύτερο επίπεδο – αλλαγές σε κάθε χαρακτήρα του βιβλίου, καθώς αρχίζει ο καθένας να λογαριάζει τις δικές του απώλειες και τη δική του προσωπική ιστορία. Το facebook στην Ελλάδα; Από τις αναρτήσεις διακρίνει κανείς και την παθολογία της κάθε χώρας. Εδώ, έχει αναχθεί σε πεδίο στείρων μονολόγων ή παραληρημάτων.
Από facebook έχει εξελιχτεί σε brainbook ο καθένας δηλαδή καταθέτει την κεφαλή του επί πίνακι και το περιεχόμενο είναι απογοητευτικό. Σε κάποια έργα επιστημονικής φαντασίας, η κατάλυση της ιδιωτικότητας ήταν ο έσχατος τρόμος. Ο μεγάλος οφθαλμός που παρακολουθεί και γνωρίζει κάθε κίνηση, ή ένα τσιπάκι χωμένο μυστικά στον εγκέφαλο ήταν ο εφιάλτης. Τώρα βγάζουν τα εσώψυχά τους σε κοινή θέα, προσφέρουν την κεφαλή τους επί πίνακι – ίσως επειδή τους είναι ούτως ή άλλως άχρηστη.
Τι είναι εκείνο που σας οδήγησε στη «Λευκή ρεβάνς»;
Η αδυναμία να ερμηνεύσω την τρέλα και την απόγνωση που συναντούσα γύρω μου. Επίσης, το ανεπανόρθωτο πλήγμα στη συλλογική μας ταυτότητα και η ανάγκη της εκ νέου επινόησης του εαυτού.
«Όλοι φοράμε μάσκες. Είτε το ξέρουμε είτε όχι. Το πρόβλημα είναι με εκείνους που φοράνε μάσκες δηλητηριώδεις και νομίζουν πως μπορούν να απαλλαγούν όποτε το θελήσουν, αλλά η μάσκα πια δε γίνεται να αφαιρεθεί: το πρώην πρόσωπό τους έχει αλλοιωθεί ανεπανόρθωτα». «Μάσκες είναι και τα πρόσωπά μας». Πέφτουν οι μάσκες με την κρίση; Έπεσαν; Ή είναι ανεπανόρθωτα πια πρόσωπό μας;
Οι μάσκες δεν πέφτουν ποτέ. Κι αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, αν βοηθούν κάποιους να επιζήσουν. Το πρόβλημα το έχουν εκείνοι που επιμένουν να δουν κάτω από την επιφάνεια, που επιμένουν να μάθουν την αλήθεια. Η απογοήτευση είναι δεδομένη, όχι γιατί ίσως αποκαλυφθεί κάποια παραμόρφωση αλλά γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να έρθουν αντιμέτωποι με την απόλυτη έκλειψη ή απουσία προσώπου. Θα έλεγα πως η ασθένεια της εποχής μας είναι η Προσωποαγνωσία: μια πάθηση που προκαλεί σοβαρά κοινωνικά προβλήματα και απομόνωση. Στις σοβαρές περιπτώσεις ο ασθενής δεν αναγνωρίζει μέλη της οικογένειας του, φίλους ή ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό. Το είδωλό του είναι ένας ακόμα τυχαίος περαστικός. Αυτό με τρομάζει περισσότερο απ’ όλα: Ο κίνδυνος να γίνουμε −ερήμην μας– άλλοι.
Στο βιβλίο σας, ένας άντρας με αγγελικό πρόσωπο που λειτουργεί σαν Ζορό ο εκδικητής, είναι ο άντρας της κερδισμένης μέρας (γεννήθηκε την 29η κάποιου Φεβρουαρίου), «ζει από τύχη, αγαπά κατ’ επιλογήν και μεταμορφώνεται καθ’ έξιν». Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτό είναι το πρόσωπο του σύγχρονου Έλληνα;
Ο άνθρωπος με συρρικνωμένη εσωτερική ζωή είναι επικίνδυνος καθώς δεν είναι σε θέση να κρίνει, να αιτιολογήσει και να αναχαιτίσει τα ένστικτα και τις ορμές του. Μπορεί να προβεί στις πλέον ακραίες πράξεις χωρίς αίσθηση ευθυνών, χωρίς συνείδηση. Αυτό το μοντέλο του ανθρώπου –του τσαμπουκά- για πολλές δεκαετίες καλλιεργήθηκε και προωθήθηκε, τώρα υφιστάμεθα τις συνέπειες του.
Η εκδίκηση και η τρομοκρατία έχει πολιτική βάση ή προσωπική; Ιδεολογία είναι ή χαρακτήρας;
Και τα δυο. Κάποιοι στη βία βρίσκουν το φυσικό τους περιβάλλον, είναι ο τρόπος που αντιδρούν, ο τρόπος που απαντούν: Ένας χαρακτήρας (εν μέρει προβληματικός) πείθεται για το δίκαιο του, βάζει μπροστά την ανάλογη υποστηρικτική θεωρία και χτυπά στα τυφλά. Δεν είναι τυχαίο ότι βρίσκουν καταφύγιο σε ακραίες ομάδες – υπάρχει χώρος για ανθρώπους με το σύνδρομο του μεσσία, κοινωνικοί ψυχοπαθείς και άλλες παθογένειες. Συνήθως πρόκειται για ανθρώπους βαθιά τραυματισμένους και θρασύδειλους που στρέφονται εναντίον αδυνάμων, μόνο και μόνο για να επιδείξουν τη δική τους υπεροχή.
Η Χρυσή Αυγή; Τώρα… (δύει) ανέτειλε; Πού ήταν κρυμμένη τόσα χρόνια;
Δεν ήταν κρυμμένη. Αυτές τις συμπεριφορές τις υφιστάμεθα χρόνια, και απλώς ενισχύθηκαν μέσα από ένα νομιμοποιημένο κόμμα. Οι τυφλές επιθέσεις, ο τραμπουκισμός, η έλλειψη επιχειρημάτων ήταν μια χρόνια τακτική. Ήταν ο τρόπος που κάποιοι απαντούν στον διαφορετικό, στον αδύναμο, στον ξένο. Η ολιγωρία μπροστά στο φαινόμενο έθρεψε το τέρας και τα μεμονωμένα περιστατικά βίας έγιναν καθημερινότητα. Η έλλειψη κοινωνικού ιστού, η αδυναμία της πολιτείας να προστατεύσει και να λειτουργήσει ως ζωντανός πυρήνας, ο ανορθολογισμός, έκαναν κάποιους – και αναφέρομαι στους ψηφοφόρους – να καταφύγουν εκεί που νομίζουν πως μετράνε, σε εκείνους που τους θυμίζουν πιο πολύ τον εαυτό τους, σε εκείνους που τους υπολογίζουν, έστω και αν αυτοί είναι οι νεκροθάφτες τους.
Στο μυθιστόρημά σας μια ηρωίδα αντιμετωπίζει την οικογένειά της σαν «ξένη πλοκή», πόσο ξένη πλοκή μπορεί να είναι για τον καθένα;
Μότο της «Λευκής Ρεβάνς» είναι η αρχή από την Άννα Καρένινα του Τολστόι. «Οι ευτυχισμένες οικογένειες είναι ίδιες και απαράλλακτες• όμως κάθε δυστυχισμένη οικογένεια τη βαραίνει η δική της ξεχωριστή δυστυχία». Αυτή την «ξεχωριστή δυστυχία» πασχίζει να αποποιηθεί η συγκεκριμένη ηρωίδα. Το να αντιμετωπίζεις την ιστορία σου ως «ξένη πλοκή» είναι μοιραίο σφάλμα, δίνεις μια αναβολή σε ό,τι αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα αναγκαστείς να αντιμετωπίσεις. Το να ξεριζώσεις ένα ζωτικό κομμάτι του εαυτού σου, είναι ένα είδος αναπηρίας, καθορίζει και επηρεάζει όλες τις σχέσεις σου.
Η λογοτεχνία σας κάνει αισιόδοξη ή απαισιόδοξη, κυρία Μαντόγλου;
Αισιόδοξη γιατί όσο γράφονται και παράγονται καινούργια έργα, σχηματίζονται καινούργιες ερωτήσεις, η ιστορία του κόσμου προχωράει, επινοούνται καινούργιες απαντήσεις. Βυθισμένοι στην καθημερινότητα μας, αδυνατούμε να δούμε το μεγαλύτερο πλάνο• αυτός ένας από τους ρόλους της λογοτεχνίας: να μετέχεις σε ένα μεγαλύτερο πλάνο, να δεις καινούργιους συσχετισμούς, να δοθεί νόημα σε έναν κόσμο χωρίς νόημα.
Στις μέρες μας διαβάζει κανείς; Μου φαίνεται ότι όλοι επιθυμούν να μιλούν και να γράφουν…
Ναι , άλλο να μιλάς και να γράφεις κι άλλο να έχεις κάτι να πεις, κάτι που να αφορά και κάποιον πέρα από σένα. Αν έχεις κάτι να πεις περιμένεις… περιμένεις να επωαστεί, να πάρει πρώτα μέσα σου το χώρο και στη συνέχεια να δημοσιοποιηθεί. Η λογοτεχνία δεν είναι αχαλίνωτη έκφραση, είναι δαμασμένη, επίπονη αναμέτρηση με το μέσον, τη γλώσσα, την παράδοση, την εποχή σου και την κληρονομιά σου.
Η άποψή σας για το τυχαίο;
Η τύχη είναι ένα από τα βασικά ένστικτα, συνδέεται με τη γοητεία του αγνώστου και υποσυνείδητα όλοι επενδύουν σε αυτή, προσδοκώντας μια καλύτερη τροπή. Η πίστη στη δύναμη του τυχαίου δεν είναι σε αντίθεση με την ελεύθερη βούληση. Είναι η ανάγκη μας να αφεθούμε σε κάτι πάνω από μας, κάτι έξω από τη δική μας πρωτοβουλία. Και αυτό βάλλεται στις μέρες, μετά από τις απανωτές διαψεύσεις που έχουμε υποστεί.
Κυρία Μαντόγλου, έφταιξαν οι άλλοι, εμείς; Τυχαία φτάσαμε εδώ;
Όλοι έχουν τις ευθύνες τους, λένε οι ειδήμονες. Εγώ λέω πως αντί να ψάχνουμε για το φταίχτη καλύτερα να προσπαθήσουμε να ιχνηλατήσουμε αυτό το «εδώ». Δηλαδή να δούμε το πού βρισκόμαστε και πού μπορούμε να πάμε από αυτό το σημείο εκκίνησης. Κίνηση, να μην παραλύσουμε.
Κι εσείς, είστε απαισιόδοξη ή αισιόδοξη;
Διαβάζοντας βιογραφίες σπουδαίων ανθρώπων βλέπω πως οι περισσότεροι ήταν απαισιόδοξοι, όμως αυτοί οι απαισιόδοξοι μας άφησαν το έργο τους που μας έθρεψε και μας θρέφει. Κι αυτό είναι από μόνο του αισιόδοξο. Όσο για μένα, προσπαθώ να δημιουργώ –όσο μπορώ– τις καλύτερες συνθήκες για μια αισιόδοξη εξέλιξη, προσπαθώντας να μην αφήνω τις μαύρες σκέψεις ή τις μαύρες ώρες να ακυρώνουν οτιδήποτε θετικό μπορεί να υπάρξει. Σ’ αυτό υπήρξαν σύμμαχοί μου η τέχνη και οι φίλοι μου.
Γράφετε τώρα;
Ναι, έχω αρχίσει το επόμενο βιβλίο μου που έχει θέμα μια Μεγάλη Έξοδο. Μια φυγή. «Μια έξοδο στην Τύχη». Η ιδέα είναι πως όλοι κάποια στιγμή αναγκάζονται ή υποχρεώνονται να φύγουν από κάπου, να δραπετεύουν. Εκτυλίσσεται κι αυτό, όπως η «Λευκή Ρεβάνς» στο σήμερα, σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο, όπου καταφεύγουν άνθρωποι που τους έχει αποβάλλει η ζωή τους. Τώρα πρέπει να μάθουν να λειτουργούν σε μια καινούργια συνθήκη, να εκπαιδευτούν στην συνύπαρξη και την επιβίωση με έναν άλλου τύπου νομοθέτη.
Δεν είναι επίκαιρο;
Leave A Comment