Τι μπορούν να μας διδάξουν οι πρόσφυγες; Ανταπόκριση από τη Σάμο.

Περνώντας από το Βαθύ, το ένα από τα δύο λιμάνια της Σάμου, υποψιάζεσαι πως κάτι έχει αλλάξει σ’ αυτό το παραμεθόριο νησί (όταν ειδικά το επισκέπτεσαι κάθε χρόνο), και αυτό δεν οφείλεται μόνο στους πρόσφυγες που καταφθάνουν καθημερινά από τα παράλια της Τουρκίας, στοιβαγμένοι σε υπερφορτωμένες βάρκες και εξαντλημένοι σωριάζονται σε όποια γωνιά βρεθεί διαθέσιμη, ούτε στα μέλη ανθρωπιστικών οργανώσεων που συρρέουν αυτή την εποχή, μήτε στους τουρίστες οι οποίοι δεν μοιάζουν το ίδιο αιφνιδιασμένοι με τους Έλληνες κατοίκους και παραθεριστές. Αυτό που έχει αλλάξει είναι η σύνθεση αλλά και το χρώμα του λιμανιού που μπορεί μεν να έχει χάσει την ατμόσφαιρα που θα περίμενε να συναντήσει κανείς σε ένα θέρετρο, αλλά έχει αποκτήσει έναν καινούργιο αέρα «ανθρωπιστικού κοσμοπολιτισμού», μέσα από τον οποίο προσφέρεται μια ευκαιρία τόσο στους μόνιμους κατοίκους όσο και στους επισκέπτες, μια δυνατότητα που ιστορικά προσέφεραν πάντοτε οι μεγάλες μετακινήσεις των πληθυσμών και η έκθεση στη διαφορετικότητα: τον επαναπροσδιορισμό των αξιών και του κώδικα της ηθικής που διέπει τις κοινωνίες που γίνονται κέντρα υποδοχής. Υπό το πρίσμα αυτό, η επαφή με μια διαφορετική κουλτούρα, η σχέση με τους βασανισμένους αλλά γενναίους αυτούς ανθρώπους, θα μπορούσε να είναι μια ωφέλιμη εμπειρία, ειδικά για τις μικρές και απογοητευμένες από τους ηγέτες τους μικρές κοινωνίες. Μια ευκαιρία για να αποβάλλουν την ξενοφοβία, το ρατσισμό και την εξάπλωση των τρομακτικών στερεοτύπων που θέλουν τον ξένο να αποτελεί απειλή, δίνοντας τροφή στη λανθασμένη αντίληψη πως μια χώρα οικονομικά αποδυναμωμένη πρέπει να αποτρέπει τη μεταναστευτική ροή, προκειμένου να συντηρηθεί, και να διατηρήσει την πολιτισμική της ταυτότητα.

Η οικονομικά αποδυναμωμένη χώρα θέλει όλο και περισσότερο να απομονώνεται, όπως ο άνεργος και ο καταθλιπτικός δεν θέλουν ούτε επιθυμούν να δουν άλλον πέρα από το γιατρό ή τον εργοδότη (αυτόν που πιστεύουν πως θα τους προσφέρει λύσεις) και για μας γιατροί και εργοδότες είναι μόνον οι τουρίστες και όχι οι πρόσφυγες ή οι μετανάστες.

Οι πρόσφυγες έχουν την καρτερία του ανθρώπου που δεν έχει πολλά να χάσει, οι δε τουρίστες μοιάζουν εξοικειωμένοι με τις άλλες κουλτούρες και θρησκείες, έζησαν και μεγάλωσαν μαζί τους, έχουν συνυπάρξει στα ίδια σχολεία, δούλεψαν στις ίδιες εταιρείες, έκαναν παιδιά και φίλους. Ενώ εμείς σαν να διακατεχόμαστε από έναν παλιό αρχέγονο φόβο, το φόβο του «εκτοπισμού», βλέπουμε τον νεοαφιχθέντα, ακόμα και αυτόν που είναι σε δεινή θέση, ως εισβολέα.

Αν σταθείς για λίγο στο λιμάνι, και επιχειρήσεις να ερμηνεύσεις τις αντιφατικές εικόνες που έρχονται καταπάνω σου, εντός ολίγου θα αναγκαστείς να παραδεχτείς πως οφείλεις να υιοθετήσεις τον «ανθρωπιστικό κοσμοπολιτισμό» που προανέφερα, κάτι που οι ξένοι τουρίστες φαίνεται να διαθέτουν.

Δεν είναι απλώς οι άνθρωποι που κατάφεραν να επιζήσουν από τη βάρκα όπου είχαν στοιβαχθεί πενήντα άτομα, δεν είναι απλώς οι «κακόμοιροι» που ξεριζώθηκαν για να γλιτώσουν τη ζωή τους και τη ζωή των παιδιών τους, αλλά άνθρωποι από τους οποίους έχεις και εσύ πολλά να διδαχθείς, ως προς τη σχέση τους με τον άλλον, το σεβασμό, την καρτερία, αλλά και τη ρευστότητα της μοίρας.

106942-237959

Επιπλέον κάτι που δεν ειπώθηκε, ούτε το άκουσα να σχολιάζεται, είναι τα οικονομικά οφέλη των κατοίκων στα νησιά, ειδικά το μήνα Σεπτέμβριο, οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες έχουν χρήματα και οι ντόπιοι φροντίζουν και επωφελούνται από αυτό για όσο παραμένουν στο νησί. Ελάχιστα τα δείγματα αλτρουισμού, αντιθέτως πλήθος τα κρούσματα κερδοσκοπίας, εκμετάλλευσης και βάρβαρου ρατσισμού.

Σε ένα παρακείμενο καφενείο, εκεί όπου σταθμεύουν τα τοπικά λεωφορεία και μεταφέρουν καθημερινά πλήθη τουριστών σε διάφορα σημεία και παραλίες του νησιού, είναι ο χώρος όπου συρρέουν πολλοί πρόσφυγες, όχι μόνο για να προμηθευτούν μπουκάλια με νερό ή τρόφιμα, αλλά για να φορτίσουν τα κινητά τους, το καφενείο προσέφερε πλήθος πρίζες για φόρτιση των κινητών. Στο ίδιο μέρος συναντάς διάφορες κυρίες που κομπάζουν για τις επιτυχίες των παιδιών τους και το τάμα τους στον Άγιο Φανούριο, διάφορους αργόσχολους που πίνουν το ούζο τους που το συνοδεύουν με ελιές, και φτύνουν τα κουκούτσια καταπάνω σου, σαν να εκτοξεύουν σφαίρες. Υπάρχουν και οι διακριτικοί τουρίστες που μιλούν μεταξύ τους χαμηλόφωνα και διάφοροι άλλοι περαστικοί που λένε τα δικά τους. Οι πρόσφυγες δεν έχουν πολλά λόγια, «τους τα πήρε η θάλασσα», όπως είπε μια ηλικιωμένη κυρία.

Όλοι αυτοί, πριν λίγες μέρες, περίμεναν το λεωφορείο για το Καρλόβασι, απ’ όπου θα απέπλεε το «Νήσος Μύκονος» στις πέντε το απόγευμα.
Δυο λεωφορεία κατέφθασαν, ένα για τους πρόσφυγες και ένα δεύτερο για τους «υπόλοιπους», καθώς, όπως μου είπαν: οι ντόπιοι φοβούνται τις αρρώστιες και προσπαθούν να μην έρχονται σε επαφή «με δαύτους».

Ένας ξανθός Σύρος έκανε το λάθος να ανέβει στο λεωφορείο για τους ντόπιους και ακολούθησαν και οι υπόλοιποι, δημιουργήθηκε μια φασαρία μέχρι να απομακρυνθούν και να πάνε στο δικό τους λεωφορείο, για τους «ξένους», κι αυτό με έκανε να αναρωτηθώ, ποιος είναι ο ξένος, εντέλει; Έχει η «ξενότητα» να κάνει με το χρώμα του δέρματος, τη θρησκεία, τη γλώσσα, το ντύσιμο, την ικανότητα να πληρώνει, τη χώρα προέλευσης, τι είναι αυτό που καθιστά κάποιον ξένο, και πώς μετατοπίστηκε αυτή η προσφώνηση από τους τουρίστες στους πρόσφυγες και στους μετανάστες. Τώρα όσοι έρχονται στα παράλια, διασχίζοντας τη θάλασσα με βάρκα, είναι οι ξένοι.

Φοβάμαι πως πρόκειται για κάτι βαθύτερο. Η έννοια του ξένου έχει διευρυνθεί, δεν είναι ξένος πλέον μόνο ο τουρίστας, αυτός που υπηρετώ και χρειάζομαι, είναι και ο πρόσφυγας, όπως και κάθε άλλο «παράξενο» πλάσμα. Μόνο που οι μεν έρχονται για αναψυχή και οι άλλοι με την ψυχή στο στόμα. Οι μεν γονατίζουν και προσεύχονται στις γωνιές και οι άλλοι γονατίζουν και κάνουν επικύψεις στις παραλίες και στις βεράντες τους, παρεμπιπτόντως και οι δυο πίνουν τσάι, οι μεν λόγω παράδοσης και οι άλλοι επειδή προσπαθούν να κόψουν τον καφέ, κορίτσια αγοράζουν βραχιολάκια στα παραλιακά τουριστικά μαγαζιά, ξανθά και μαντιλοφορεμένα, άλλα για να «στολίσουν» την άχαρη μέρα τους και άλλα επειδή, αν δεν ψωνίσουν, δεν υπάρχουν.

106942-237958

Κι όλα αυτά συνέβαιναν ενώ ένα «παράξενο πλάσμα», η περίφημη φώκια μονάχους μονάχους, Αργυρώ, κλειστή και απόμακρη τα προηγούμενα χρόνια, αποφάσισε εφέτος να βγει στις παραλίες και να κοινωνικοποιηθεί, μια θαρραλέα προσφυγοπούλα κι αυτή άρχισε να ξαπλώνει στις ξαπλώστρες και να παίζει με τα παιδιά.

Ήπια κι ειρηνική, η συνονόματη Αργυρώ θέλει και επιδιώκει τις σχέσεις με τους ανθρώπους, όμως προχθές όταν μια γυναίκα τής έβαλε τις φωνές και την κλώτσησε άγρια, η φιλήσυχη Αργυρώ αντέδρασε ακαριαία και ανταπόδωσε το χτύπημα με ένα δάγκωμα. Ηθικό δίδαγμα: η χειρότερη ασθένεια είναι να επιτίθεσαι σε όσους σε προσεγγίζουν, μόνο και μόνο επειδή είναι διαφορετικοί και νομίζεις πως δεν τους χρειάζεσαι.

*Η Αργυρώ Μαντόγλου είναι συγγραφέας. Το τελευταίο της μυθιστόρημα, «Λευκή ρεβάνς» κυκλοφορεί από τις εκδ. Ψυχογιός.

Εμφάνιση άρθρου στην ιστοσελίδα της Athens Voice