Ο τρομοκράτης ως μυθιστορηματικός ήρωας 
της Αργυρώς Μαντόγλου
Μετά την επί θεση στους Δι δύμους Πύργους ζητήθηκε από κάποιους συγγραφείς να καταθέ σουν την άποψή τους και όλοι σχεδόν ανέφεραν τη δυσκολία της περιγρα φής ενός τόσο ακραίου γεγονότος. Με ρικοί ισχυρίστηκαν ότι δεν υπάρχουν λόγια για τη συναισθηματική φόρτιση των ημερών, καθώς μαζί με τους Πύρ γους κατέρρευσε και κάτι που είχε να κάνει με το συλλογικό φαντασιακό.
Ανάμεσα σε όσους ρωτήθηκαν ήταν ο Ιαν Μακ Γιούαν, ο Τζέι Μακ Ινερνι (λίγα χρόνια αργότερα στο μυθιστόρημά του «Καλή ζωή» αναφέρεται εκτεταμέ να στις συνέπειες της κατάρρευσης των Πύργων), ο Σάλμαν Ρούσντι, η Ζέ ιντι Σμιθ, και ο Μάρτιν Εϊμις ο οποίος σχολίασε τη συμβολική φύση του γε γονότος και τη σχέση του με τη γραφή: «Το πεντάγωνο είναι ένα σύμβολο… Οι τρομοκράτες, όπως και κάποιοι ιδιαί τερα ευφάνταστοι συγγραφείς, είχαν οργανώσει το σχέδιο τους με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία και πανουργία… Κατανοή σαμε πλήρως πως το Παγκόσμιο Κέ ντρο Εμπορίου, ένα φαντασμαγορικό οικοδόμημα από τσιμέντο και ατσάλι, θα γινόταν, επίσης, μια αξέχαστη μετα φορά».
Αυτά, όσον αφορά την πρώτη αντίδρα ση. Από τότε πολλή μελάνη έχει χυθεί, για μεγάλο διάστημα σχόλια και αναλύ σεις δημοσιεύονταν σε όλα τα έντυπα, ενώ δειλά-δειλά, μετά την πάροδο κά ποιων ετών από την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, ένα καινούργιο μυθιστο ρηματικό είδος άρχισε να κάνει την εμ φάνισή
του, εγκαινιάζοντας μαζί με μια ιστορική περίοδο και μια νέα περίοδο στην ιστορία της λογοτεχνίας: Το γνω στό ως terrorist novel, το οποίο ανανε ώθηκε, δίνοντας καινούργιες διαστά σεις και πολυπλοκότητα τόσο στην απεικόνιση του χαρακτήρα του τρομο κράτη όσο και στα κίνητρά του.
Ο Καμύ είχε γράψει πώς η ακραία οδύ νη και ο ακραίος φόβος μάς απαλλάσ σουν από τη διάθεση για ανάγνωση· και το ίδιο ισχύει και για τη γραφή.
Ωστόσο πολλοί συγγραφείς, μετά την πάροδο ενός χρονικού διαστήματος, ομολόγησαν πώς, ανεξαρτήτως της θεματικής των βιβλίων που έγραφαν εκείνη την περίοδο, το υλικό τους, με τά το χτύπημα, διαφοροποιήθηκε και αξιοποιήθηκε με άλλους τρόπους. Το πορτρέτο του τρομοκράτη είχε αποδο θεί στο παρελθόν από πολλούς σημα ντικούς συγγραφείς, είτε ως καρικα τούρα κάποιου μεγαλομανούς παρα νοϊκού είτε ως αδίστακτου, ωμού εκτε λεστή. Κάποιοι συγγραφείς ξέφυγαν από τα κλισέ και τον παρουσίασαν ως συμπαθητικό, ανώριμο ανθρωπιστή (Ντόρις Λέσινγκ, «Η καλή τρομοκράτισσα»), ως τον αφελή ιρλανδό πατρι ώτη (Γουίλιαμ Τρέβορ, στο διήγημα «Πένθος») ή τον δαιμόνιο που σχεδιά ζει και καταστρώνει με σχολαστική ακρίβεια το σχέδιό του, προκειμένου να αποσπάσει τη δημοσιότητα και τον θαυμασμό, όπως ακριβώς κι ένας καλ λιτέχνης (Ζόζεφ Κόνραντ, «Ο μυστικός πράκτορας»).
Ο μυθιστορηματικός τρομοκράτης μπορεί να ανταγωνιστεί την αίγλη και τη δημοσιότητα που αποσπά ο ίδιος ο μυθιστοριογράφος, όπως ο ήρωας του Ντελίλο στο «Μάο ΙΙ» (1991). Ο Ντελίλο
διέκρινε πριν από τον Εϊμις πως οι τρο μοκράτες όπως και οι μυθιστοριογρά φοι ήταν μοναχικοί και σκοτεινοί τύποι – «άνδρες σε μικρά δωμάτια»-, που προετοιμάζουν τα συμβολικά τους χτυπήματα και προσδοκούν τον θόρυ βο που θα προκληθεί από τη δημοσιο ποίησή τους. Οπως οι μυθιστορηματι κοί ήρωες, επιζητούν κι εκείνοι να πα ραμείνουν αλησμόνητοι, να χαραχτούν στη συλλογική μνήμη, σκηνοθετώντας το δικό τους έργο, ενώ με τις προκηρύ ξεις τους στοχεύουν στον εντυπωσια σμό και στη δημιουργία ενός κοινού.
Τη θεατρικότητα της επίθεσης σχολίασαν και άλλοι διανοη τές και σύγχρονοι στοχα στές: Ο Ζαν Μποντριγιάρντ σε εκτετα μένο κείμενό του στον «Μonde», στις 2 Νοεμβρίου του 2001, με τίτλο «Τo Πνεύμα της τρομοκρατίας» έγραψε: «… Στο μοναδικό αυτό γεγονός, σ’ αυ τή την τρομερή υπερπαραγωγή του Μανχάταν, δυο στοιχεία γοητείας του εικοστού αιώνα συνυπάρχουν: η λευκή μαγεία του κινηματογράφου και η μαύ ρη μαγεία της τρομοκρατίας».
Αυτή η «μαύρη μαγεία της τρομοκρα τίας» προσείλκυσε στο παρελθόν αλλά και συνεχίζει να προσελκύει πλήθος μυθιστοριογράφων, όχι μόνο σε ό,τι αφορά το σασπένς αλλά και την κατα σκευή πολυεπίπεδων σκοτεινών χαρα κτήρων:
Ενα από τα εμβληματικά μυθιστορή ματα του είδους είναι ο «Μυστικός πράκτορας» του Ζόζεφ Κόνραντ. Ο πρωταγωνιστής, ο αποκαλούμενος «καθηγητής», ένας τρελός προφέσο ρας ο οποίος περιγράφεται στο μυθι στόρημα ως ο «τέλειος αναρχικός», αποτέλεσε και το πρότυπο του Τίοντορ
Καζόνσκι, του γνωστού ως Γιουνιμπό μπερ, που υπέγραφε τις προκηρύξεις του, παραλλάσσοντας το όνομα του Κόνραντ. Ο Καζίνσκι υπήρξε μια ενδει κτική περίπτωση της αμερικανικής κουλτούρας, όπως γράφει και ο Αλεξ Χάουν στο βιβλίο του «Τρομοκρατία και σύγχρονη λογοτεχνία», ένα σύ μπτωμα και μια απάντηση «στην ταυ τολογική κουλτούρα του τραύματος» και της «παθολογίας της δημόσιας σφαίρας». Η βία του Καζίνσκι προκα λούσε τρόμο στα μίντια και στην κυ βέρνηση κυρίως επειδή εμφανιζόταν κοινωνικά περιθωριακός και ασυγκρά τητος. Σκότωνε και απειλούσε ότι θα σκότωνε κι άλλους αν δεν εκπληρωνό ταν το αίτημα της δημοσίευσης του μανιφέστου του. Το μανιφέστο δημο σιεύτηκε και τον συνέλαβαν. Το ύφος του και ο τρόπος γραφής του ήταν αναγνωρίσιμα στον αδελφό του, ο οποίος και τον κατέδωσε. Τα γραπτά του τον πρόδωσαν.
Μετά την 11η Σεπτεμβρίου η μεταστροφή που προ κλήθηκε έφερε νέα άνθη ση στο μυθιστόρημα. Οι συγγραφείς συνέχισαν να κατασκευάζουν μυθι στορηματικούς τρομοκράτες, αλλά απέκτησαν πιο σύνθετο ψυχισμό. Οι πράξεις τους, όσο ακραίες κι αν είναι, διαθέτουν μια υπερβατική ποιότητα, και τα αιτήματά τους είναι πιο ουμανι στικά.
Στο «Ιδιαίτερες μέρες, 2007» του Μά ικλ Κάνιγχαμ, οι βομβιστές αυτοκτονί ας που απειλούν το σύγχρονο Μανχά ταν δεν είναι παρά ορφανά παιδιά, τα οποία εμπνέονται από τα ποιήματα του Γουίτμαν. Τα παιδιά αυτοπυρπολού νται και όλα τα δίπολα καταργούνται
(ζωή – θάνατος, νιότη – γηρατειά, πλού τος – φτώχεια), ενώ προβάλλει μια νέα μορφή μηδενισμού.
Ορφανό παιδί, επίσης, είναι και ο αφη γητής του Τζόναθαν Σαφράν Φόερ στο «Εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κο ντά», ο οποίος προτείνει μια διαφορετι κή αφήγηση για την 11η Σεπτεμβρίου, αποδίδοντας με ακρίβεια αλλά και απο στασιοποίηση τα γεγονότα, μέσα από τα μάτια του εννιάχρονου Οσκαρ.
Οι μυθιστορηματικοί τρομοκράτες δεν είναι πια μόνο τρελοί και μεγαλομανι ακοί,
αλλά έχουν γίνει πιο σύνθετοι, οι ηλικίες ποικίλλουν, όπως και τα κίνη τρα. Ο Αλεξ Χάουεν ισχυρίζεται πως παρ’ ότι η τρομοκρατία είναι αρχικά ένας ρητορικός όρος, αν κανείς διαβά σει προσεκτικά παλαιότερα έργα του Κόνραντ, του Στίβενσον και του Ντο στογιέφσκι, αλλά και πιο πρόσφατα της Λέσινγκ, του Τρέβορ και του Τζό ναθαν Κόου – έργα με θέμα την τρομο κρατία – διαφαίνεται ότι, πέρα από το ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο, υπάρχει ένα υπόγειο αίτημα που αφορά την
υπόσταση της ίδιας της λογοτεχνίας και τον ανασχηματισμό της μέσα από τον πειραματισμό με τη μορφή, τη γλώσσα, τους τρόπους απεικόνισης και της αναμόρφωσης του ίδιου του μέσου. Μετά τις δυο βομβιστικές επι θέσεις στο μετρό της Μαδρίτης και του Λονδίνου, συχνά συναντούμε αναφο ρές των γεγονότων και στο σύγχρονο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα.
Ο τρόμος και ο φόβος μοιάζει να έχουν διαποτίσει την ατμόσφαιρα και είναι πλέον μέρος του αέρα που οι άνθρωποι
αναπνέουν. Τα γεγονότα έχουν σαφώς επηρεάσει την τοπιογραφία του σύγ χρονου μυθιστορήματος, πλήθος με ταφορών έχουν καταργηθεί και έχουν δημιουργηθεί καινούργιες, ενώ μια νέα γλώσσα έχει αρχίσει να σχηματίζεται:
Ζω και δημιουργώ παρά τον εκφοβισμό, με το είδος της αισιοδοξίας που μου παρέχει η επίγνωση της ιστορι κότητάς μου.
Αυτό οφείλει να είναι το μότο του δημιουργού σήμερα, αλλά και κάθε ανθρώπου.

 

Εμφάνιση συνδέσμου στο “Βήμα Ιδεών”