ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΟΥ ΨΥΧΙΚΟΥ ΣΤΡΙΠΤΙΖ

Το πρώτο αυτοβιογραφικό έργο της αμερικανίδας ποιήτριας

ΣΥΛΒΙΑ ΠΛΑΘ
Ο γυάλινος κώδων
ΜΤΦΡ.: ΕΛΕΝΗ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ
«ΜΕΛΑΝΙ»

Στον «γυάλινο κώδωνα», το μοναδικό μυθιστόρημα της «εξομολογητικής» -όπως την κατατάσσουν- αμερικανίδας ποιήτριας το οποίο δημοσιεύθηκε ένα χρόνο πριν το θάνατό της με το ψευδώνυμο Βικτόρια Λούκας, εντοπίζονται συμβολισμοί και μοτίβα που τα συναντάμε αργότερα στο κύριο σώμα του ποιητικού της έργου. Εν τούτοις, κριτικοί και μελετητές ελάχιστα εστιάζονται σε αυτό και ασχολούνται κυρίως με τη ψυχαναλυτική διάσταση του μυθιστορήματος και τις «αποκαλύψεις» που αφορούν τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα και την ψυχική της ασθένεια και που ενισχύουν το μύθο της αυτόχειρας ποιήτριας, συζύγου του ποιητή Τεντ Χιουζ η οποία ανήγαγε τα μικρά και τετριμμένα γυναικεία θέματα σε υψηλή ποίηση.
Ωστόσο αν ο αναγνώστης παρακάμψει τις πληροφορίες που αφορούν την ταραχώδη ζωή και το θάνατο της συγγραφέως, στο μυθιστόρημα διακρίνονται αρετές που το καθιστούν ανθεκτικό στο χρόνο και που, ανεξάρτητα από τη μεταθανάτια φήμη της, διεκδικεί τη δική του θέση, ανάμεσα στα μυθιστορήματα ενηλικίωσης. Στις σελίδες του «γυάλινου κώδωνα» υπάρχουν περιγραφές και μεταφορές που διακρίνονται για τη φρεσκάδα, το χιούμορ, τις καινοτόμες ιδέες, την ικανότητα διείσδυσης και τον ανατρεπτικό τρόπο προσέγγισης των «γυναικείων» θεμάτων, αλλά και για την ακρίβεια της απόδοσης των χαρακτήρων, που αποδεικνύει πως η Πλαθ θα μπορούσε να είναι εξίσου ικανή πεζογράφος.

Συντριπτικά διλήμματα

Η ηρωίδα του «Γυάλινου Κώδωνα», Έστερ, αναζητά με οδυνηρό και επίμονο τρόπο την ταυτότητά της. Το πρώτο καλοκαίρι που περνά μακριά από την οικογένειά της στη Νέα Υόρκη όπου και εργάζεται ως επιμελήτρια γυναικείου περιοδικού, ανάμεσα σε άλλα νεαρά κορίτσια που επιδίδονται στο επιφανειακό φλερτ και στη βελτίωση της εξωτερικής εμφάνισής τους, η Έστερ θέλει να μάθει που ανήκει και τι είδους ζωή θα ακολουθήσει. Με αγωνία σκέφτεται τις προοπτικές. Δεν μπορεί να δει άλλες εναλλακτικές για μια γυναίκα πέρα από αυτή της μητέρας και συζύγου ή της μοναχικής και πετυχημένης επαγγελματία και νιώθει στο κέντρο δυο αντικρουόμενων δυνάμεων που τη διεκδικούν: της επιθυμίας της να καλλιεργηθεί και να γράψει και της πίεσης να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια. Κι ενώ κατορθώνει με τις πνευματικές ικανότητες της να αποσπά βραβεία, υποτροφίες και σεβασμό, πολλοί θεωρούν πως οφείλει να κυνηγήσει κι εκείνη αυτό που θέλουν όλες οι γυναίκες: γάμο και οικογένεια.
Τα κορίτσια την περιγελούν για τη φιλομάθεια και την εργατικότητα της και αρχίζουν να τη σέβονται μονάχα όταν αρχίζει να βγαίνει με ένα αποδεκτό αγόρι. Η σχέση της με τον Μπάντι, έναν φοιτητή ιατρικής με το οποίο διατηρεί πλατωνική σχέση, αποσπά την αποδοχή της μητέρας της και όλοι περιμένουν να τον παντρευτεί. Η Έστερ δεν μπορεί να φανταστεί πως αυτά τα δυο, μητέρα και ποιήτρια, μπορεί να συνδυαστούν και αισθάνεται πως πρέπει ταχύτατα να επιλέξει. Οι ασφυκτικά περιορισμένες επιλογές, την οδηγούν σε συναισθηματικό αδιέξοδο, βιώνει δραματικά την παραμικρή απόρριψη και οι απαιτήσεις από τον εαυτό της γίνονται όλο και πιο δυσβάσταχτες. Γύρω της οι άνθρωποι ζουν ανέμελα και επιφανειακά. Τα κορίτσια ικανοποιούνται με τα φλερτ, τα ρούχα και τα στολίδια τους, οι άντρες χαίρονται με τις επιτυχίες τους στις γυναίκες και στις δουλειές, ενώ εκείνη σκέφτεται συνεχώς αυτά που της λείπουν. Ταυτόχρονα βρίσκεται σε μια ψυχαναγκαστική ετοιμότητα προκειμένου να αποθηκεύσει το κάθε ερέθισμα που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη γραφή και οι επακόλουθες κρίσεις μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της ανελέητης αυτοπαρατήρησής της.

Στον κλοιό της κενότητας

Η Έστερ γνωρίζει πως χρειάζεται εμπειρίες, όπως γνωρίζει επίσης πως αυτές δεν είναι κοινωνικά αποδεκτές, ιδίως οι σεξουαλικές. Ο φίλος της Μπάντι απορρίπτεται όταν διαπιστώνει τα διπλά στάνταρτ στην ερωτική του ζωή: την ύπαρξη μιας σεξουαλικής σχέσης με μια σερβιτόρα τη στιγμή που εκείνη, η σταθερή κοπέλα του, παρέμενε παρθένα, όπως απαιτούσαν τα υποκριτικά ήθη της κοινωνίας του πενήντα.
Για την Έστερ, η σεξουαλική εμπειρία είναι βασική και όχι τόσο για την απόλαυση όσο για να απαλλαγεί συμβολικά και από την επιρροή ενός κόσμου που την κρατάει καθηλωμένη και όπου κυριαρχούν δυο αντιθετικά μοντέλα γυναικών: παρθένα ή πόρνη, σύζυγος ή ερωμένη, κορίτσι για σπίτι ή κορίτσι για χρήση. Αυτή η τόσο περιορισμένη λίστα επιλογών την απελπίζουν και νιώθει να σφίγγει γύρω της ο κλοιός που τον ονομάζει γυάλινο κώδωνα, ένα αντεστραμμένο γυάλινο επιστημονικό εξάρτημα, το οποίο για εκείνη συμβολίζει την άφιξη της τρέλας, καθώς βιώνει μαρτυρικά τη διαφορετικότητά της. Όταν αυτός εγκαθίσταται πάνω από το κεφάλι της σαν γκιλοτίνα, δεν είναι σε θέση να συνδεθεί με τους άλλους, ο κόσμος εμφανίζεται παραμορφωμένος και χωρίς νόημα.
Το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος, μετά την απόπειρα αυτοκτονίας, όπου η ηρωίδα οδηγείται σε διάφορες κλινικές, αποτελεί μια οξύτατη κριτική του ψυχιατρικού συστήματος και των μεθόδων θεραπείας, οι οποίες αντί να λειτουργούν θεραπευτικά, ενισχύουν την όποια αδυναμία και τη βαπτίζουν ψυχοπάθεια. Η κριτική της Πλαθ απευθύνεται στην αλαζονεία των γιατρών, στα τραυματικά και επιβλαβή για τον εγκέφαλο ηλεκτροσόκ, την άγνοια και αδιαφορία των νοσοκόμων και την σκληρότητα των μεθόδων τους που μπορεί να συνθλίψουν οριστικά έναν νέο άνθρωπο.
Ο «γυάλινος κώδων», παρά τη θεματική του, παραμένει ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης μιας νεαρής γυναίκας που οδεύει προς την αυτογνωσία και την ωριμότητα, περιφρονώντας, ωστόσο, όλους σχεδόν τους συμβατικούς τρόπους. Αντί η πορεία της να ακολουθήσει μια προοδευτική εξέλιξη η Έστερ δοκιμάζεται από την τρέλα και την ξεπερνάει. Οι εμπειρίες που συνήθως αλλάζουν και επηρεάζουν τα νεαρά άτομα με θετικό τρόπο, όπως οι πρώτοι έρωτες, η σεξουαλική αφύπνιση, σπουδές και η επαφή με τον κόσμο, εκείνη την αναστατώνουν και την αποπροσανατολίζουν. Αντί να ανακαλύψει το καινούργιο νόημα στη ζωή, η Έστερ θέλει να δώσει τέλος σε όλα αυτά που τη διχάζουν και στην αδυναμία της να εκπληρώσει τη σφοδρότερη επιθυμία της: να γράψει καλά. Ο αγώνας και οι μικρές κατακτήσεις της, η απόρριψη του παραδοσιακού μοντέλου θηλυκότητας, είναι πράξεις σχεδόν ηρωικές. Κάποια στιγμή αρχίζει να κατανοεί κι η ίδια τη δύναμη της, αυτή τη δύναμη που τη βοήθησε να επιζήσει και αρχίζει πλέον να εμπιστεύεται περισσότερο το σκεπτικισμό της και την απαξίωσή της κενότητας του περιβάλλοντός της.

Η Πλαθ, στον «γυάλινο κώδωνα», όπως και στα ποιήματά της, εκτίθεται. Είναι από τις πρώτες γυναίκες συγγραφείς που επέτρεψαν στον αναγνώστη να διαπεράσει όχι μόνο το μυαλό της αλλά και το κορμί της. Πολλοί λειτούργησαν ως ηδονοβλεψίες άλλοι ως ανατόμοι και άλλοι ερμήνευσαν το έργο της σύμφωνα με τη μυθολογία που ακολούθησε την αυτοκτονία της και τη σχέση της με τον Χιούζ. Η ίδια πλήρωσε το τίμημα με τη ζωή της. Τώρα, χρειάζεται να ακούσουμε τη φωνή που αναδύεται μέσα από το ίδιο το έργο. Η Πλαθ πρέπει να ξαναδιαβαστεί, αλλά όχι ως μια «εξομολογητική» ποιήτρια, μάρτυρας και θύμα της εποχής και της τελειοθηρίας της. Η Πλαθ πρέπει να διαβαστεί, αφήνοντας στην άκρη την προσωπική της μυθολογία, έχοντας κατά νου πως ακόμα και ο πλέον αυτοβιογραφικός ποιητής χρησιμοποιεί τις λέξεις και οι λέξεις είναι μάσκες που πίσω τους κρύβονται αυτά που ο κάθε αναγνώστης ξεχωριστά, είναι σε θέση να ανακαλύψει

Εμφάνιση άρθρου: Ελευθεροτυπία,”Βιβλιοθήκη” 2008