Άννα Αχμάτοβα, Αμαντέο Μοντιλιάνι: το σύντομο ειδύλλιο ανάμεσα σε δυο μεγαλοφυΐες
Μέσα από τα σχέδια του Ιταλού ζωγράφου και τα απομνημονεύματα της Ρωσίδας ποιήτριας
Ησυνάντηση και η πιθανότατη ερωτική σχέση του ζωγράφου Αμαντέο Μοντιλιάνι και της ποιήτριας Αννα Αχμάτοβα στο Παρίσι το 1910 και το 1911 δεν έχει ερευνηθεί ούτε έχει σχολιαστεί επαρκώς καθώς, εκτός από τους ίδιους, δεν υπάρχουν άλλοι μάρτυρες. Όσα από τα σχέδια του ζωγράφου περισώθηκαν μαρτυρούν την εγγύτητα και τη βαθύτατη επίδραση που ασκούσε πάνω του η ομορφιά και η αύρα της νεαρής Ρωσίδας. Υπάρχει μια εκτενέστατη καταγραφή και αξιολόγηση της συνάντησης τους από την ίδια την ποιήτρια στα απομνημονεύματά της που γράφηκε λίγο πριν τον θάνατό της το Μάρτη του 1966; όπου χαρακτηρίζει αυτή τη συνάντηση ως «την αρχή μιας νέας εποχής και για τους δυο», περιγράφει κάποια στιγμιότυπα, αλλά δεν αναφέρεται σε λεπτομέρειες για τη μεταξύ τους επαφή. Έτσι, όσα συνέβησαν παραμένουν εν πολλοίς μυστήριο. Γνωρίζουμε πως συναντήθηκαν για πρώτη φορά το 1910, όταν η Αχμάτοβα είχε πάει για ταξίδι του μέλιτος στο Παρίσι με τον πρώτο σύζυγό της Γκουμιλιόφ, πως η εντυπωσιακά όμορφη νεαρή ποιήτρια γοήτευσε τον τότε άσημο και φτωχό νεαρό Ιταλό που τριγύριζε στα στέκια της Αριστερής Όχθης. Εκείνη την εποχή ο Μοντιλιάνι τη ζωγραφίζει και της χαρίζει ένα σχέδιο, το οποίο η ποιήτρια θα κουβαλάει παντού σε όλη της ζωή και θα κοσμήσει και το εξώφυλλό της συλλογής της «Το πέταγμα του Χρόνου», η οποία θα εξαντληθεί ταχύτατα και θα γίνει δυσεύρετη.
«Και πάλι ίσως ο Μοντιλιάνι / να με ακολουθεί απαρατήρητος»
Στο μοναδικό σημείο στην ποίησή της όπου γίνεται αναφορά στον ζωγράφο είναι σε ένα προσχέδιο από το «Ποίημα χωρίς ήρωα» που δημοσιεύθηκε πολλά χρόνια μετά τον θάνατό της.
«Το Παρίσι μέσα σε μαβιά αχλή/ Και πάλι ίσως ο Μοντιλιάνι / να με ακολουθεί απαρατήρητος/ Είναι αυτός που έχει τη δυσάρεστη ικανότητα να ταράζει ακόμα και τον ύπνο μου…»
Λίγο πριν φύγει απ’ τη ζωή η Αχμάτοβα έγραψε για τον Μοντιλιάνι όσα η ίδια ήθελε να γίνουν γνωστά από γνωριμία τους, η οποία συνεχίστηκε και το 1911, όταν η ποιήτρια επέστρεψε στο Παρίσι, αυτή τη φορά χωρίς τον άντρα της.
«Τώρα αντιλαμβάνομαι πως αυτό που τον εντυπωσίασε περισσότερο σε εμένα ήταν η ικανότητά μου να διαβάζω τις σκέψεις, να διακρίνω τα όνειρα των άλλων ανθρώπων και άλλες τέτοιες μικρολεπτομέρειες που όσοι με γνώριζαν ήταν προ πολλού εξοικειωμένοι. Επαναλάμβανε συνεχώς “Εμείς οι δυο καταλαβαινόμαστε…” Και έλεγε συχνά: “Είσαι η μόνη που το καταφέρνεις αυτό”. Πιθανότατα κανένας από τους δυο μας δεν καταλάβαινε το ουσιώδες: όλα όσα συνέβησαν τότε ήταν μέρος της προϊστορίας της ζωής μας. Η πνοή της τέχνης όφειλε να τροφοδοτηθεί, να μεταμορφώσει εκείνες τις δυο υπάρξεις, εκείνη η ώρα πρέπει να ήταν μια ώρα φωτεινή, αβαρής, πριν το ξημέρωμα. Αλλά το μέλλον, που όπως γνωρίζουμε ρίχνει τη σκιά του πολύ πριν κάνει την εμφάνισή του, χτυπούσε το παράθυρο, παραμόνευε πίσω από τους φανοστάτες, εισέβαλε στα όνειρα, και μας φοβέριζε με το τρομακτικό Μπωντλερικό Παρίσι που παραμόνευε καμουφλαρισμένο κάπου κοντά. Και όλα όσα ήταν θεϊκά πάνω στον Μοντιλιάνι λαμποκοπούσαν, διαπερνώντας το μισοσκόταδο. Δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο στον κόσμο».
Είναι προφανές πως η Αχμάτοβα γοητεύθηκε από τον όμορφο Ιταλό ζωγράφο, ο οποίος, μετά την επιστροφή της στη Ρωσία τη βομβάρδισε με γράμματα τα οποία δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί. Εκείνη την εποχή κανένας από τους δυο δεν γνώριζε πως θα άφηνε το αποτύπωμά του στην τέχνη του εικοστού αιώνα, ήταν δυο άσημοι νέοι που έκαναν τις βόλτες τους στους κήπους του Λουξεμβούργου, κάθονταν στα παγκάκια και απήγγειλαν ποιήματα του Βερλαίν (ο Μοντιλιάνι δεν είχε λεφτά να πληρώσει για τις αναπαυτικές πολυθρόνες και πιθανότατα δεν ήθελε να ζητήσει από την Αχμάτοβα που εκείνη την εποχή ήταν μάλλον εύπορη).
Αρκετές δεκαετίες αργότερα αποκαλύφθηκε πως ο Μοντιλιάνι το 1911 έκανε έναν αριθμό από σκίτσα της Αχμάτοβα και πως η σχέση τους δεν περιορίστηκε στις βόλτες στο πάρκο και στις απαγγελίες ποιημάτων, όπως η ίδια ισχυρίζεται. Το 1993 έργα του Μποντιλιάνι, μέρος της συλλογής ενός εκ των φίλων του εκτέθηκαν στη Βενετία και ένας επισκέπτης αφού κοίταξε προσεκτικά και τα δώδεκα σκίτσα μιας γυμνής γυναίκας αναφώνησε: «Αυτή είναι η Αχμάτοβα!)
Μετά το 1911 δεν ξανασυναντήθηκαν. Ο ζωγράφος δεν έμελλε να ζήσει για πολύ ακόμα, ενώ η Αχμάτοβα έζησε μια περιπετειώδη και δύσκολη ζωή με εξορίες, δύσκολους έρωτες και πόνο. Όμως πόσο γοητευτική ως ιδέα είναι η σκέψη πως οι δυο αυτές μεγαλοφυΐες συναντήθηκαν και ερωτεύθηκαν και πως η σχέση τους υπήρξε και για τους δυο μια κομβική στιγμή στη ζωή τους, πριν χωριστούν και πάρει ο καθένας τον δρόμο του.
Γυναίκα που αναπαύεται σε ένα κρεβάτι 1911
Σε ένα σημείο η Αχμάτοβα περιγράφει μια όμορφη σκηνή από μια μέρα που επισκέφτηκε τον Μοντιλιάνι και δεν τον βρήκε στο σπίτι του: «Είχε μάλλον γίνει παρανόηση γι’ αυτό και αποφάσισα να περιμένω μερικά λεπτά. Κρατούσα στα χέρια μου ένα μπουκέτο με κόκκινα τριαντάφυλλα. Ένα παράθυρο πάνω από την κλειδωμένη είσοδο του σπιτιού όπου έμενε ο Μοντ ήταν ανοιχτό. Καθώς δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω αποφάσισα να ρίξω τα λουλούδια μέσα από το παράθυρο. Έπειτα, δεν περίμενα περισσότερο, έφυγα. Όταν ξανασυναντηθήκαμε εκείνος προβληματιζόταν για το πώς κατάφερα να μπω μέσα στο κλειδωμένο δωμάτιο καθώς ο ίδιος είχε το κλειδί. Του εξήγησα τι είχε συμβεί “Ναι αλλά αυτό είναι αδύνατον – τα λουλούδια ήταν τόσο όμορφα απλωμένα πάνω στο πάτωμα”.
Όρθιο γυμνό με αναμμένο κερί, 1911
Το 1911 και για όσο διάστημα η Άννα παρέμεινε στο Παρίσι, ο Μοντιλιάνι την πήγε πολλές φορές στην Αιγυπτιακή πτέρυγα του Λούβρου, προκειμένου να την παρατηρήσει ανάμεσα στα αγάλματα και στις ζωοφόρους. Το λυγερό σώμα της Αχμάτοβα και η μακριά λεπτή της μύτη θύμιζαν τις Αιγύπτιες θεότητες και τις βασίλισσες που τον είχαν συνεπάρει. Συγκεκριμένα το σχέδιο με τίτλο: «Η γονατιστή γαλάζια Καρυάτιδα» φαίνεται πως είναι εμπνευσμένο από εκείνες τις επισκέψεις.
«Τον είχε συνεπάρει η Αίγυπτος» έγραψε η Αχμάτοβα. «Ζωγράφισε το κεφάλι μου στολισμένο με κοσμήματα που φορούσαν Αιγύπτιες βασίλισσες και χορεύτριες και έμοιαζε τρομερά γοητευμένος από τη μαγεία της Αιγυπτιακής τέχνης».
Η Καρυάτιδα αλλά και τα υπόλοιπα σχέδια που απεικονίζουν την Αχμάτοβα αποκαλύπτουν μια φοβερή ευαισθησία, ενώ οι λιτές γραμμές που σχηματίζουν το περίγραμμα της είναι φορτισμένες με τρομερή ενέργεια και δυναμισμό.
Γονατιστή γαλάζια Καρυάτιδα, 1911
«Με ζωγράφιζε από μνήμης, μόνος στο σπίτι» ισχυρίστηκε αργότερα η Αχμάτοβα. «Έτσι δούλευε. Προτιμούσε να έχει πρώτα απορροφήσει όσα είχε δει. Δεν τον ενδιέφερε μια ρεαλιστική απεικόνιση. Χρειαζόταν την απόσταση προκειμένου να βάλει στον πίνακα και τα δικά του συναισθήματα».
Η Αχμάτοβα έγραψε για τον Μοντιλιάνι πενήντα χρόνια μετά τη συνάντησή τους, λίγο πριν φύγει κι η ίδια απ’ τη ζωή, η χρονική απόσταση είναι μεγάλη για να περιγραφούν συναισθήματα και λεπτομέρειες και γράφει σαν κάποιος τρίτος που παρακολουθεί «αυτές τις δυο υπάρξεις» μέσα στο χρόνο -νέοι, ωραίοι, ταλαντούχοι και ανυποψίαστοι για την τροπή που έμελλε να πάρει η ζωή τους αλλά και ο κόσμος, αγνοώντας το πόσο τυχεροί υπήρξαν που πρόλαβαν να συναντηθούν και να ερωτευθούν.
Leave A Comment