Βιρτζίνια Γουλφ – Πηνελόπη Δέλτα: Η ανομολόγητη γοητεία της αυτοχειρίας

Δυο κυρίες της λογοτεχνίας τερματίζουν τη ζωή τους την άνοιξη του 1941

image

Εβδομήντα πέντε χρόνια έχουν περάσει από το θάνατο της Πηνελόπης Δέλτα και της Βιρτζίνια Γουλφ που έδωσαν τέλος στη ζωή τους την άνοιξη του 1941, ενώ το σημείωμα αυτοκτονίας που άφησαν συνεχίζει να προκαλεί αντιδράσεις και ερμηνείες σε σχέση με το έργο τους και τη ζωή που προηγήθηκε. Λίγοι, όμως, έχουν ασχοληθεί με την ημέρα που οι ίδιες αποφάσισαν να τερματίσουν τη ζωή τους, ελάχιστοι σχολίασαν πως ήταν μια μέρα σημαδιακή με ιδιαίτερη βαρύτητα και πως αυτή η επιλογή από μόνη της αποτελεί ένα είδος ανομολόγητης διαμαρτυρίας. Δεν μπορεί να διαβάσει κανείς το σημείωμα της Πηνελόπης Δέλτα που επέλεξε να πάρει δηλητήριο την 27η Απριλίου του 1941, την ημέρα που τα Γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν την Αθήνα ή το σημείωμα που η Βιρτζίνια Γουλφ άφησε στο σύζυγό της πριν βάλει πέτρες στο παλτό της και βουτήξει στα παγωμένα νερά του ποταμού Ουζ, την ημέρα που οι Γερμανοί βομβάρδιζαν το Λονδίνο (28η Μαρτίου 1941) και να μην αναρωτηθούν αν ήταν συμπτωματικό ή αν -έστω και αν δεν αναφέρεται στα σημειώματα που άφησαν- έκαναν αυτή την επιλογή ορμώμενες από μια βαθύτερη απογοήτευση από εκείνη που τους προκαλούσε η δική τους ασθένεια ή η προσωπική τους ζωή.

Η ανομολόγητη γοητεία της αυτοχειρίας

Οι δυο γυναίκες αφαίρεσαν τη ζωή τους την ίδια χρονιά με έναν μήνα διαφορά. Η Πηνελόπη Δέλτα αφού κατάπιε δηλητήριο άφησε ένα σημείωμα στα παιδιά της: «Παιδιά μου ούτε παπά, ούτε κηδεία. Παραχώστε με σε μια γωνιά του κήπου, αλλά μόνο αφού βεβαιωθείτε ότι δεν ζω πια. Φροντίστε τον πατέρα σας. Τον φιλώ σφιχτά». Καμία εξήγηση και δικαιολογία, καμία απολογία ή συμβουλή, μόνο οδηγίες και ένα μήνυμα για τον πατέρα τους, ενώ το σημείωμα της Βιρτζίνια Γουλφ παρότι μακροσκελές κι ενώ εξηγεί τους λόγους στο σύζυγό της με μεγάλη πνευματική διαύγεια, περιέχει κι αυτό μια μεγάλη αντίφαση, περιέχει αγάπη και ευγνωμοσύνη, αλλά κανέναν δισταγμό για την επικείμενη πράξη της που θα του προκαλέσει απέραντη θλίψη, αντίθετα την παρουσιάζει ως μια πράξη γενναιοδωρίας απέναντι του, καθώς με την «αποχώρησή» της του αφήνει χώρο και χρόνο.

Στο σημείωμα η Γουλφ, το οποίο παραδόξως έχει διαβαστεί πολύ περισσότερο από τα βιβλία της και άλλα σημαντικά κείμενά της, γράφει:

«Είμαι βέβαιη πως τρελαίνομαι ξανά. Νιώθω πως δεν έχω τη δύναμη να ξαναπεράσω μία από αυτές τις τρομερές περιόδους. Και αυτή τη φορά δεν πρόκειται να συνέρθω. Έχω αρχίσει να ακούω φωνές και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Συνεπώς κάνω αυτό που μου φαίνεται το καλύτερο. Μου χάρισες την καλύτερη δυνατή ευτυχία. Υπήρξες με κάθε τρόπο όλα όσα μπορούσε να υπάρξει κανείς. Δεν νομίζω να υπήρξαν δυο άνθρωποι πιο ευτυχισμένοι από εμάς μέχρι που ήρθε αυτή η τρομερή ασθένεια. Δεν θα παλέψω άλλο πια. Ξέρω πως καταστρέφω τη ζωή σου, πως χωρίς εμένα θα μπορούσες να δουλέψεις. Και θα δουλέψεις, το ξέρω. Βλέπεις, ούτε αυτό δεν μπορώ να γράψω καλά-καλά. Δεν μπορώ να διαβάσω. Αυτό που θέλω να πω είναι πως σου χρωστάω όλη την ευτυχία που βίωσα στη ζωή μου. Ήσουν τόσο υπομονετικός και απίστευτα καλός μαζί μου. Θέλω να στο πω αυτό – όλοι το ξέρουν. Αν μπορούσε να με σώσει κανείς, εσύ θα ήσουν αυτός. Με έχουν εγκαταλείψει τα πάντα εκτός από τη βεβαιότητα της καλοσύνης σου. Δεν μπορώ να συνεχίσω να καταστρέφω τη ζωή σου. Δεν νομίζω πως υπήρξαν δύο άνθρωποι πιο ευτυχισμένοι από εμάς τους δύο. Β.»

Εδώ διαβάζουμε μια Γουλφ ανθρώπινη, προσιτή, βασανισμένη και μάταια οι μελετητές της πασχίζουν να διακρίνουν ομοιότητες με τη συγγραφέα των σκοτεινών και πειραματικών βιβλίων της. Οι προθέσεις της είναι σαφείς, το ύφος απλό οι λέξεις συγκεκριμένες χωρίς αμφισημίες. Στην τελευταία αυτή παράγραφο της ζωής της εκφράζεται με απλότητα και σαφήνεια που δεν διέθετε το κυρίως έργο της.

Το σημείωμα αυτοκτονίας ως λογοτεχνικό είδος
Θα μπορούσε ένα σημείωμα αυτοκτονίας να αναγνωστεί ως ένα ανεξάρτητο λογοτεχνικό είδος; Κάποιοι θεωρητικοί ισχυρίζονται πως, όπως η επιστολογραφία, οι ημερολογιακές καταχωρήσεις, διάφορα άρθρα, έτσι και τα σημειώματα αυτά, όσο βιαστικά και απρόσεκτα κι αν έχουν γραφεί, είναι η τελευταία παράγραφος ενός συγγραφέα, και πέρα από το ό,τι συνοψίζει ή δεν συνοψίζει αυτό που υπήρξε, είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο αλλά και η απαρχή ενός νέου κύκλου: της μεταθανάτιας ζωής τους.

Αμήχανοι στεκόμαστε μπροστά σε αυτά τα σύντομα σημειώματα, συνήθως λιτά αλλά όχι περιεκτικά, πασχίζοντας να εντοπίσουμε το «λόγο», αν και τα περισσότερα, ακόμα και μετά το πέρασμα δεκαετιών ή και αιώνων, παραμένουν μυστηριώδη και διφορούμενα, κρυπτικά με μια υπόγεια ειρωνεία, την ώρα που πολλοί θεωρητικοί αναρωτιούνται αν πρέπει να συμπεριληφθούν στο συγγραφικό τους opus, όπως οι επιστολές και τα ημερολόγια ή αν πρέπει να εξαιρεθούν, καθώς, σύμφωνα με μια νέα τάση, τα σημειώματα αυτοκτονίας αποτελούν ένα αυτόνομο λογοτεχνικό είδος.

Ο φιλόσοφος Simon Critcley, ο οποίος συντονίζει και ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής όπου οι μαθητές γράφουν τα σημειώματα των χαρακτήρων που δημιουργούν σε μια απόπειρα να συνοψίσουν τη ζωή τους, στο βιβλίο του «Notes on Suicide» θέτει εκ νέου το ερώτημα «Είναι η αυτοκτονία μια εγωιστική πράξη;» και ισχυρίζεται πως το συγκεκριμένο θέμα εξακολουθεί να αποτελεί ταμπού, κι ενώ στις μέρες μας οι αυτοκτονίες έχουν αυξηθεί λόγω της οικονομικής κρίσης, ελάχιστα σημειώματα βλέπουν το φως της δημοσιότητας.

Υπάρχει μια μακάβρια γοητεία στο σημείωμα που αφήνει ένας σημαντικός συγγραφέας, καθώς πρόκειται για την τελευταία παράγραφο/ παρακαταθήκη, γραμμένη από το χέρι του. Αν υποθέσουμε πως οι συγγραφείς διαθέτουν μια ιδιαίτερη σχέση με τη γλώσσα, σ’ αυτό εκφράζεται κάτι που είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εκφραστεί με λόγια: το απαραβίαστο μυστήριο της ώρας του θανάτου. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που κάποια σημειώματα, όπως αυτό της Γουλφ, του Χεμινγουέι, του Στέφαν Τσβάιχ ή ακόμα και του δικού μας Καρυωτάκη, διαβάζονται και από τις νέες γενιές αναγνωστών αλλά και από άλλους που δεν είναι αναγνώστες του έργου τους. Η πιο αινιγματική στιγμή της ανθρώπινης ζωής – δηλαδή, το τέλος της – ασκεί μια περίεργη γοητεία, αλλά και την προσδοκία πως εκείνοι που κατάφεραν να περιγράψουν τόσο λεπτομερειακά και ουσιαστικά τη ζωή, ίσως εκείνη την έσχατη και οριακή στιγμή, καταφέρουν να προσφέρουν μια γεύση από το επακόλουθο σκοτάδι.

Κατά τη γνώμη μου τα περισσότερα σημειώματα, αν επιμείνουμε να τα διαβάσουμε ως λογοτεχνία, είναι κατώτερα του έργου που έχει συνταχτεί σε περιόδους που οι δημιουργοί ήταν σε καλύτερη ψυχική κατάσταση. Νομίζω πως η Γουλφ μας αποχαιρέτησε με το «Ανάμεσα στις Πράξεις», η Πηνελόπη Δέλτα με την «Κυρία με τα Μαύρα», η Σύλβια Πλαθ με το «Λαίδη Λάζαρος» και ο Καρυωτάκης με το «Ιδανικούς Αυτόχειρες» – σε αυτές τις περιπτώσεις ο επίλογος είχε γραφεί πολύ πριν το φυσικό τους τέλος.

Δημοσιεύθηκε στην Athens Voice