Η ηχώ μιας φυγής

 

Ολοκληρώνοντας τη μετάφραση του μυθιστορήματος του Χοσεϊνι είχα για μέρες την αίσθηση πως είχα παγιδευτεί μέσα στο δίκτυο που με περίσσια μαεστρία είχε στήσει ο συγγραφέας· ένα δίκτυο από τόπους, χώρες, οικογένειες και χαρακτήρες -χαρακτήρες αντιμέτωπους με ηθικά διλλήματα, δύσκολες επιλογές, μοιραίες αποφάσεις. Έχοντας αργά και σταθερά αποσπάσει τη συμμετοχή μου, με παρέσυρε στον κόσμο του –και παρότι δεν ήταν δυνατόν να ταυτιστώ με την «αφγανική εμπειρία»-  εν τούτοις είχε καταφέρει να αγγίξει κάποιες υπόγειες χορδές μου, όπως νομίζω πως θα αγγίξει τις χορδές κάθε αναγνώστη, κυρίως λόγω της οικουμενικότητας των θεμάτων που επεξεργάζεται στο μυθιστόρημα.

Η χωρίς προσχήματα περιγραφή των σχέσεων ανάμεσα σε μέλη μιας οικογένειας, η  καθοριστική ανάγκη κάθε ανθρώπου να μάθει  τις ρίζες του, η νομοτελειακή επιρροή που υφιστάμεθα από τη δική μας «άγνωστη» ιστορία -την ιστορία των προγόνων και προκατόχων μας- και η εν μέρει σύσταση της ταυτότητας μας από τις αποφάσεις άλλων και από γεγονότα που ίσως δε θα μάθουμε ποτέ, είναι θέματα που διαθέτουν μια πανανθρώπινη ποιότητα.  Κυρίως, όμως, αυτό που με συνεπήρε και με εντυπωσίασε είναι το γεγονός πως ο Αφγανός συγγραφέας μοιάζει να έχει εντρυφήσει και στη δομή της ελληνικής οικογένειας καθώς, ανάμεσα στα άλλα, καταγίνεται και με το καυτό θέμα της σχέσης της Ελληνίδας μάνας με το μοναχογιό της. Στο πρόσωπο της Οδιλίας από την Τήνο πολλοί θα αναγνωρίσουν τη στυφή δασκάλα της δεκαετίας του εξήντα που μεγαλώνει το γιο της με αυστηρότητα και επίκριση, επενδύοντας σε αυτόν όλες τις δικές της ακυρωμένες προσδοκίες. Αυτός ο γιος, ο Μάρκος Βαρβάρης θα γίνει μεν γιατρός, αλλά θα φύγει μακριά, πολύ μακριά, προκειμένου να ξεφύγει από τη μητέρα και τις απαιτήσεις της, την έλλειψη αποδοχής που νιώθει σε κάθε της βλέμμα και νεύμα, την ηχώ της φωνής της. Όμως οι εικόνες, οι εκφράσεις της και οι κοφτές φράσεις της δε θα πάψουν ποτέ να τον κυνηγούν, παρά μόνο όταν ο ίδιος αναγνωρίσει (ενήλικας πια) την ανεκδήλωτη τρυφερότητα που ελλόχευε πίσω από αυτές, την ασφάλεια που του παρείχε η γυναίκα που τον έφερε στον κόσμο: «Ήταν η μητέρα μου και δε θα με εγκατέλειπε ποτέ. Αυτό το είχα απλά αποδεχτεί και το θεωρούσα δεδομένο. Και δεν την είχα ποτέ ευχαριστήσει γι’ αυτό, όπως δεν είχα ποτέ ευχαριστήσει τον ήλιο που με ζέσταινε». Τη συμβολική μέρα της έκλειψης ηλίου, ο γιος θα βεβαιωθεί (σε μια από τις πλέον συγκινητικές στιγμές του βιβλίου) πως τα αισθήματα της για αυτόν δεν έχουν εκλείψει, ούτε και πρόκειται να εκλείψουν ποτέ από τη ζωή του.

Η τυραννία των συνθηκών

Η Οδιλία είναι μια ακόμα μητέρα θύμα της «τυραννίας των συνθηκών»· ο γιος θα αγωνιστεί να ανατρέψει αυτές τις συνθήκες, και θα ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο, θα συναντηθεί με πάρα πολλούς ανθρώπους, θα αφιερωθεί στην ίαση των αδυνάμων, αλλά στο τέλος θα αναγνωρίσει τις ρίζες του και την επίδραση του νησιού που κουβαλάει μέσα του, όπου κι αν βρεθεί: «Είναι σημαντικό να ξέρεις τις ρίζες σου. Αν δεν ξέρεις από πού ξεκίνησες η ζωή σου μοιάζει εξωπραγματική ακόμα και για σένα τον ίδιο. Σαν ένα παζλ. Σαν να βρίσκεσαι στη μέση μιας ιστορίας και προσπαθείς να καταλάβεις έχοντας χάσει την αρχή», θα πει η Πάρι, ένας από τους κεντρικούς και πλέον δυνατούς χαρακτήρες του βιβλίου, που εν αντιθέσει με τον Μάρκο αγνοεί το πρώτο μέρος της διαδρομής της στον κόσμο,  εξαιτίας της φτώχιας -μια άλλη, ίσως η βιαιότερη, μορφή της «τυραννίας των συνθηκών».

Πέρα από τη θεματική του και την άριστη γραφή του (με υπαινιγμούς και αποσιωπήσεις που υποβάλλουν την ατμόσφαιρα και προβάλλουν ελλειπτικά τη σκοτεινή πλευρά των χαρακτήρων) είναι η δομή του μυθιστορήματος που ενισχύει τη συμμετοχή του αναγνώστη. Τα «Βουνά..» είναι ένα μυθιστόρημα σπονδυλωτό, σε κάθε κεφάλαιο αλλάζει ο αφηγητής, η οπτική αλλά και η γραφή είναι ανάλογη της φωνής που μας απευθύνεται. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα τολμηρό εγχείρημα καθώς κάθε κεφάλαιο είναι γραμμένο με διαφορετικό ύφος- άλλοτε σε πρώτο και άλλοτε σε τρίτο πρόσωπο-, ο συγγραφέας πειραματίζεται με την αλληγορία, την επιστολική μορφή και τη συνέντευξη, αποδίδοντας κάποια καίρια για την αφήγηση σημεία μέσα από ερωταποκρίσεις. Έτσι ο  αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει τους χαρακτήρες και από άλλη εναλλακτική ή ανατρεπτική σκοπιά, αλλά και να τους συναντήσει μέσα στο χρόνο, σε άλλους ρόλους και θέσεις. Για παράδειγμα, βλέπουμε τον Νάμπι στην αρχή ως αδελφό και όμορφο νεαρό, αργότερα ως υπηρέτη, πιστό φίλο και σοφό γέροντα. Το ίδιο συμβαίνει και με πολλούς άλλους από τους χαρακτήρες του βιβλίου. Αυτή η πρισματική εικόνα στα χέρια ενός όχι τόσο ικανού μυθιστοριογράφου μπορεί να προκαλούσε σύγχυση, όμως ο Χοσεϊνι, έχοντας επεξεργαστεί καλά τις λεπτομέρειες, δεν αφήνει να του ξεφύγει το νήμα της αφήγησης και οδηγεί τον αναγνώστη στο σημείο εκείνο που, όπως φαίνεται, από την αρχή είχε βάλει στόχο να τον πάει:  «Μια ιστορία είναι σαν ένα τρένο εν κινήσει: ανεξάρτητα από το πότε θα επιβιβαστείς θα φθάσεις στο σκοπό σου», λέει ένας από τους χαρακτήρες, απηχώντας, εν πολλοίς και τη δική του πρόθεση.

Η πολυπρισματική αφήγηση, η ενορχήστρωση των πολλών αφηγητών με διαφορετικές φωνές και οπτικές ίσως να είναι και ο πλέον λειτουργικός τρόπος για να μιλήσει σήμερα ένας συγγραφέας για τον κόσμο και τη σύγχυση που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος, ο άνθρωπος του 210υ αιώνα που έχει εκτεθεί στη βία της Ιστορίας χωρίς να προλάβει να ενσωματώσει τη δική του ιστορία. Ο κόσμος είναι σύνθετος, οι άνθρωποι πολύπλευροι, τα θέματα θολά και ρευστά και ο χρόνος τρέχει· ο δημιουργός καλείται να αποτυπώσει αυτή τη ρευστότητα, τον συναισθηματικό και πνευματικό αφοπλισμό που υφίστανται οι χαρακτήρες του, εκτεθειμένοι σε διάφορες μορφές βίας. Οι ζωές τους εκτυλίσσονται με φόντο την ταραχώδη ιστορία του Αφγανιστάν -από την εποχή της προ- σοβιετικής περιόδου και στα χρόνια του πολέμου των μουτζαχεντίν ενάντια στη Σοβιετική ένωση, έως την άνοδο των Ταλιμπάν και της αμερικανικής εισβολής μετά την τρομοκρατικό χτύπημα στους δίδυμους πύργους. Θα συναντήσουμε, επίσης, αναφορές και στην ελληνική ιστορία, στη χούντα των συνταγματαρχών έως τα πρόσφατα επεισόδια στην Αθήνα, τον Δεκέμβρη του 2008.

Μετά την ανάγνωση του μυθιστορήματος έχουμε αποκτήσει μια βαθιά κατανόηση για τον εσωτερικό κόσμο του κάθε χαρακτήρα και το πως έχει αυτός διαμορφωθεί με την πάροδο του χρόνου, μέσα από τις επιλογές που βρέθηκε ή αναγκάστηκε να κάνει, ανάμεσα στο καθήκον απέναντι στην οικογένεια και στην προσωπική του ελευθερία, την παραμονή τους στην πατρίδα ή τη φυγή τους στη Δύση, αλλά και τη δική τους στάση απέναντι στην «τυραννία των συνθηκών» που είναι το παρόν του καθενός με όλες τις δυσκολίες που αυτό συνεπάγεται.

 

Ομόκεντροι κύκλοι

Στα «Βουνά…» μια δυνατή ηχώ διαπερνάει ολόκληρο το μυθιστόρημα, η ηχώ της φωνής των δυο πληγωμένων παιδιών που ενώ τα ίδια μεγαλώνοντας σωπαίνουν,  η ηχώ της φωνής τους συνεχίζει το ταξίδι της μέσα στο χρόνο, τα κυνηγάει και κάποτε τα φθάνει, έστω και διαστρεβλωμένη, έστω κι αν δεν είναι σε θέση να συλλάβουν ολόκληρο το νόημά της. Όμως το ταξίδι της ηχούς συνεχίζεται, τους προσπερνάει για να φθάσει εκείνους που είναι σε θέση να την ακούσουν.   Υπάρχουν και εδώ αρκετά από τα θέματα που κυριαρχούν στα πρώτα  μυθιστορήματα του συγγραφέα: η σχέση ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, ο τρόπος που το παρελθόν στοιχειώνει το παρόν και η απόπειρα χαρτογράφησης του σκοτεινού κόσμου του μύθου, μια θολή επικράτεια που όμως εισβάλλει και επηρεάζει την πραγματικότητα.

«Ζητήσατε μια ιστορία και θα σας την αφηγηθώ», αρχίζει ο Χοσείνι, επιστρατεύοντας τη δύναμη της αλληγορίας για να υπαινιχτεί τα θέματα που θα εμφανιστούν παρακάτω: η αγάπη, η αδελφική και η πατρική αγάπη, η ανικανότητα του γονιού να ανταποκριθεί στις ανάγκες των παιδιών του· η πίστη, η οδύνη του αποχωρισμού, η προδοσία και η αποδοχή.

Ο μύθος που αφηγείται ο πατέρας στα παιδιά λίγο πριν ξεκινήσουν για τη διαδρομή τους μέσα από τα βουνά, λειτουργεί ως υπαινιγμός για το γεγονός που σε λίγο θα λάβει χώρα στη ζωή τους, ένα γεγονός που θα επηρεάσει τις επόμενες γενεές: ένα βότσαλο που πέφτει στη λεία επιφάνεια μιας λίμνης και σχηματίζει ομόκεντρους κύκλους. Κάποιοι ξέρουν ποιος έριξε το βότσαλο, αλλά κανείς δε θα μάθει τον αριθμό των κύκλων που σχηματίστηκαν και συνεχίζουν να σχηματίζονται. Όσοι αναζητήσουν τη λίμνη θα βρεθούν απέναντι στο νεανικό είδωλό τους -αυτοί είναι οι τυχεροί.

Επίμετρο στο μυθιστόρημα του Καλέντ Χοσείνι “Και τα βουνά μίλησαν”, Μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου

 

Σύνδεσμος στον ιστότοπο των Εκδόσεων Ψυχογιός