http://www.efsyn.gr/arthro/tigris-i-saligkari

 

Φέτος η Μίνα θα πήγαινε ξανά διακοπές με την Παυλίνα, τη μικρότερη αδελφή της, πέρυσι είχαν πάει σε νησί του Βορειοανατολικού Αιγαίου και φέτος η αδελφή της είχε κλείσει κάπου ήρεμα για να «αποφορτιστούν», όπως της ανακοίνωσε, σε σύντομο τηλεφώνημα, χωρίς να περιμένει να ακούσει τη γνώμη της.

Είχε απλώσει μπροστά της τα βότσαλα που είχε μαζέψει πέρυσι από την παραλία, την ώρα που η Παυλίνα ήταν μονίμως σκυμμένη πάνω στο κινητό της.

Τα κοίταζε ερευνητικά, σαν να ήταν τα σκόρπια μέλη ενός γιγάντιου κορμού -το θρυμματισμένο σώμα του καλοκαιριού.

Ξεχώρισε ένα κατάλευκο βότσαλο με μια θεόρατη τρύπα και το έφερε στο δεξί της μάτι. Θυμάται πως πέρυσι το καλοκαίρι μέσα από αυτό κατασκόπευε ολόκληρη την παραλία.

«Τι κάνεις εκεί;» την είχε ρωτήσει απότομα η Παυλίνα που ήταν ξαπλωμένη δίπλα της, αφήνοντας επιτέλους από τα χέρια το τηλέφωνό της.

«Εστιάζω».

Θυμάται πως εκείνη τη στιγμή είχε «απομονώσει» μέσα από την τρύπα ένα λευκό ιστιοφόρο και το ακολουθούσε στην αργή πορεία του.

«Εσύ κουνάς το κεφάλι σαν να τραβάς βίντεο. Γιατί δεν παίρνεις τη μηχανή, να σου μείνει και κάτι. Μπορούμε, αν θέλεις, να το αναρτήσουμε».

Τότε δεν της είχε απαντήσει, γιατί ένας γλάρος είχε πετάξει σχίζοντας στα δυο το γαλάζιο φόντο και είχε τεντώσει το κεφάλι να μην της διαφύγει η εικόνα.

«Καλέ, γιατί κρατάς το βότσαλο στο μάτι σου; Μίνα τι έχεις πάθει;»

Δεν είχε απαντήσει για να μη χάσει τη συγκέντρωσή της αλλά ευτυχώς χτύπησε το κινητό, η Παυλίνα απλώθηκε φαρδιά πλατιά στην ξαπλώστρα και την άφησε στην ησυχία της. Την άκουγε να χασκογελάει, την ώρα που είχε ανασηκωθεί, ακολουθώντας την πτήση του γλάρου μέσα από τον αυτοσχέδιο φακό της.

Τώρα, έφερε ξανά το βότσαλο στο δεξί της μάτι, ο μεγάλος λευκός τοίχος του σπιτιού υποχώρησε, δίνοντας τη θέση του σε εικόνες και στιγμιότυπα από τη μεγάλη παραλία.

«Είδε» το σκυφτό παιδί με τους καφέδες να πηγαινοέρχεται ξυπόλυτο, ένα τεριέ με ένα χρυσό λουρί που είχε ξεφύγει από την κυρά του και την κοίταζε με απειλητικά γαλάζια μάτια. Μια εγκαταλειμμένη βάρκα στην ακτή, χωρίς μηχανή, ένα γκρίζο σωσίβιο που επέπλεε στα ρηχά και πιο πέρα, κάτω από ένα δεντράκι, μια γυναίκα με μαντίλα να κάθεται δίπλα σε έναν σκελετωμένο άντρα, ένα σακ βουαγιάζ ακουμπισμένο στο πλάι και ένα άδειο μπουκάλι νερό.

Και μετά πάλι το ξυπόλυτο παιδί να πηγαινοέρχεται, πώς και δεν καιγόταν τα πόδια του; Και αριστερά, κάτω από ένα άλλο δενδράκι, παρατημένα μονά στραπατσαρισμένα παπούτσια, ξεφουσκωμένα σωσίβια, μια ξεκοιλιασμένη κούκλα, μια τρύπια μπλούζα και άδεια φτηνά σακ βουαγιάζ, πεταμένα όπως όπως.

Αυτές οι εικόνες ήταν τόσο ζωντανές που είχαν και ηχητική υπόκρουση, «άκουγε» ένα χρόνο μετά, το κυματάκι, το μακρινό γέλιο κάποιου, το κλάμα ενός παιδιού, τις κραυγές της Παυλίνας που αλάλαζε κάθε που ερχόταν κάποιο μήνυμα. Στην αρχή δυσανασχετούσε, της αποσπούσε την προσοχή, αλλά σιγά σιγά το συνήθισε. Είχαν όλα γίνει μέρος του τοπίου.

Με το βότσαλο στο μάτι, ένα χρόνο μετά, οι περυσινές εικόνες αποκτούν νόημα. Κάτι είχε δει εκείνο το καλοκαίρι, κάτι είχε ζήσει, κάτι που τώρα το αντιλαμβάνεται. Κάποιοι είχαν περάσει από εκεί, ίσως να ξεβράζονταν τη νύχτα, γιατί τα σωσίβια πλήθαιναν όσο οι μέρες περνούσαν. Δίπλα στην ξεκοιλιασμένη βάρκα είχε βρεθεί και μια δεύτερη, τα τρύπια σωσίβια και τα μονά παπούτσια σχημάτιζαν σωρό στην παραλία.

«Είσαι τεχνολογικά αναλφάβητη» της επαναλάμβανε η αδελφή της. «Πάρε ένα καινούργιο κινητό να συνδεθείς με τον κόσμο. Δεν είναι ζωή αυτή που ζεις».

«Θέλω την ησυχία μου».

Η Μίνα πράγματι είχε ένα αρχαίο κινητό, δεν έμπαινε ποτέ στο ίντερνετ, σε μια παρατημένη εφημερίδα διάβασε πως υπήρχε ραγδαία άφιξη προσφύγων στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου από τα τουρκικά παράλια. Κάπου απέναντι γινόταν πόλεμος, άνθρωποι ορμούσαν με τα παιδιά τους σε τρύπιες βάρκες. Ξεβράζοταν εδώ, σε αυτή την παραλία, και μετά… ποιος ξέρει πού πήγαιναν μετά;

«Καλά, εσένα δεν ενδιαφέρει τι γίνεται στον κόσμο;» είχε ρωτήσει κάπως επιθετικά η αδελφή της. «Δεν σε ενδιαφέρει να αφήσεις τα ίχνη σου;»

Ενα χρόνο μετά, με το βότσαλο πάνω στο δεξί μάτι της απαντάει νοερά: «Τα σαλιγκάρια ζουν και προχωρούν χωρίς να ενδιαφέρονται για τα ίχνη που αφήνουν στο χώμα. Οι τίγρεις, τα λιοντάρια ζουν, αφήνοντας πατήματα βαθιά, αλλά δεν μπορούν να στρίψουν το κεφάλι και να κοιτάξουν πίσω, το βλέμμα τους πάντα εστιασμένο στο θήραμά τους. Σαλιγκάρι ή τίγρης;»

Πήρε τηλέφωνο και μετά από τρία χτυπήματα ακούστηκε η φωνή της Παυλίνας, πάντα δυνατή, πάντα σε ετοιμότητα.

«Τελικά, νομίζω πως είμαι σαλιγκάρι. Αλλαξα γνώμη, φέτος θα κάνω μόνη μου διακοπές» είπε και αναστέναξε ανακουφισμένη.

———
Τελευταίο βιβλίο της Αρ. Μαντόγλου είναι το μυθιστόρημα «Σώμα στη βιτρίνα» (Μεταίχμιο, 2017)

 Εμφάνιση διηγήματος: Εφημερίδα των Συντακτών

http://www.efsyn.gr/arthro/tigris-i-saligkari