Κάθε ταξίδι είναι και μια καταστροφή. Η εικόνα που έχεις κατασκευάσει στο μυαλό σου για έναν τόπο διαλύεται και στη θέση του μπαίνει μια άλλη, με όλες τις λεπτομέρειες που συνοδεύουν τη συγκεκριμένη στιγμή, τα σχόλια της συντροφιάς σου, τα δικά σου, οι φωτογραφίες που τράβηξες και οι άγνωστοι που από λάθος εστίαση βρήκαν θέση σ’ αυτές και είναι τώρα μέρος της εικόνας που έχεις για τον τόπο. Μετά την αναχώρησή σου ο πραγματικός τόπος και πάλι απομακρύνεται, και αναλαμβάνει η μνήμη να συνθέσει εκ νέου την εικόνα βασισμένη τώρα πια στην εμπειρία. Οι τόποι συνεχίζουν να ζουν στη σκέψη μόλις τους αφήσεις, και ενίοτε αναδύονται αιφνιδιαστικά, καθώς κάποιοι από αυτούς είναι συνδεδεμένοι με μια μοναδική συγκίνηση, σαν να σου δόθηκε η ευκαιρία να συναντήσεις κάποιον μακρινό συγγενή για λίγο – έστω κι αν δεν πρόλαβες να ανταλλάξεις όσα ήθελες να του πεις, να ακούσεις, να μοιραστείς μαζί του.
Μια τέτοια συναισθηματικά φορτισμένη επίσκεψη για μένα ήταν ο Κιρκιτζές ή Ορεινή Έφεσος στην Τουρκία. Ανεβήκαμε το βουνό με ένα ενοικιασμένο αυτοκίνητο υπό 40 βαθμούς Κελσίου, μετά από προτροπή κάποιου μουσουλμάνου Κριτικού που συναντήσαμε έξω από τον αρχαιολογικό χώρο της Εφέσου, ο οποίος είχε επιμείνει πως έπρεπε να δούμε το ελληνικό χωριό. Μέχρι τότε το μόνο που ήξερα γι’ αυτό ήταν οι περιγραφές της Διδώς Σωτηρίου από τα «Ματωμένα χώματα»: Ένα ορεινό χωριό που καλλιεργούν ακόμα τα αμπέλια και παράγουν λευκό κρασί.
Τίποτα όμως δεν με είχε προετοιμάσει για αυτό που είδα στην είσοδο του Κιρκιτζέ: το ελληνικό σχολείο. Πέτρινο κτίριο κτισμένο το 1884, με τη δική του ζωή, φάνταζε σαν ένα μνημείο που χλευάζει αυτούς που το πλησιάζουν ανυποψίαστοι για την άγνοια τους. Μια από τις αίθουσες έχει μετατραπεί σε μουσείο – παλιά θρανία, ενδεικτικά κι απολυτήρια σε βιτρίνες, μολύβια και κονδυλοφόροι, ασπρόμαυρες φωτογραφίες μαθητών και καθηγητών και μια αύρα στο χώρο αέναης νεότητας και αρχοντιάς, ενώ μια θλίψη επικρέμεται σε όλο το χώρο για τους προγόνους μας, τα σπίτια, τους γυμνούς ναούς κι εμάς που σαν φτωχοτουρίστες δοκιμάζουμε τη γλώσσα μας, δοκιμάζουμε να πούμε κάτι κι η γλώσσα κολλάει στον ουρανίσκο από την έλλειψη υγρασίας, από την αποξήρανση που επέφερε ο Χρόνος, την αδυναμία μας να προστατεύσουμε το παρελθόν μας: Οι παππούδες μας ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους και ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα, σήμερα κάποιοι από εμάς συνεχίζουμε να νιώθουμε πρόσφυγες παντού, ακόμα και στο ίδιο μας το σπίτι.
Το παλιό σχολείο τώρα έχει μετατραπεί σε εστιατόριο πολυτελείας, με το όνομα «Άρτεμις» και ολόκληρο το χωριό με τα καλντερίμια, τα πέτρινα σπίτια και τις εκκλησιές, σε τόπο φωτογράφησης νεόνυμφων, ανυποψίαστων περιηγητών και γιαπωνέζων τουριστών που περιφέρονται με τα λευκά τους γάντια, για να αποφύγουν την επαφή με τα μικρόβια και τον αέρα, προσκολλημένοι σε αυτό που βλέπουν μέσα από το δικό τους φακό. Στην αγορά κρεμασμένα όλα τα καλούδια προς πώληση, χειροτεχνήματα, σκόρδα, ρίγανη, μπαχαρικά, καρπούζια, σύκα και κεντήματα. Στο λιθόστρωτο ενσωματωμένα πλήθος από μπλε χάντρες για το μάτι, για την προστασία του χωριού από τους ξένους, όπως μου είπαν.
Προχωρώντας στο εσωτερικό του χωριού και ανηφορίζοντας το λιθόστρωτο μονοπάτι, ανάμεσα σε σπίτια ελληνικά άλλα ερειπωμένα και άλλα καλά συντηρημένα, φθάσαμε στον Ναό του Αγίου Ιωάννη, όπου γινόταν εργασίες αναστύλωσης, θυμάμαι τα βγαλμένα μάτια των αγίων και κάποιες αμυδρές σιλουέτες, αόρατες σχεδόν, στους τοίχους, εν κινήσει, σαν να μας γνέφουν μέσα στο χρόνο, σαν να συνεχίζουν το αέναο ταξίδι τους σε μια άλλη διάσταση.
Σε εκείνη την επίσκεψη δεν είχαμε τι να πούμε, η γλώσσα μας νωθρή και μουδιασμένη -σαράντα βαθμοί υπό σκιά- κάτι σ’ αυτό το στοιχειωμένο χωριό, μάς έκλεινε το στόμα: Γυρνώντας έτρεξα να βρω την περιγραφή του Σεφέρη για τα μικρασιατικά παράλια και συγκεκριμένα τούτη την παράγραφο: «Σ’ αυτά τα μέρη εδώ δεν μπορεί να μη συλλογίζεσαι ολοένα την Παλιά Ρωμιοσύνη. Τέσσερις ή πέντε αρχαιολογίες στη Μικρασία. Προκλασσική, κλασική ελληνιστική, βυζαντινή και νεοελληνική. Τούτη την τελευταία την αρπάζεις τη στιγμή που βυθίζεται στο χώμα. Μπορείς να διακρίνεις ακόμα τους λώρους που τη δένουν με τον πάνω κόσμο και κόβονται ο ένας μετά τον άλλον. Ελληνική γλώσσα, εκκλησίες, σπίτια, παραδομένες χειρονομίες. Έπειτα από δυο γενιές όλα αυτά θα έχουν σβήσει»[1].
«Παραδομένες χειρονομίες» – ναι αυτό ήταν που ήθελα να πω, όταν αντίκριζα τις παλιές φωτογραφίες, όταν ακολουθούσα την κίνηση του σβησμένου αγίου στο ναό, παραδομένες χειρονομίες, ακραία απογύμνωση, ύστατη αιχμαλωσία και μια άνευ όρων παράδοση. Παράδοση που ειδικά αυτή την εποχή δεν προκαλεί αγιάτρευτη νοσταλγία, δεν πρόκειται για μια ακόμα «Χαμένη Πατρίδα», αλλά θυσία μιας εγκαταλειμμένης μνήμης -μια θυσία χωρίς βωμό και χωρίς καμία ανταπόδοση -μπροστά μας ήταν πλέον μόνο οι «κομμένοι λώροι».
Leave A Comment