Στον «Θαμμένο γίγαντα» του βραβευμένου με  Booker (και μόλις χθες με το Nobel) Καζούο Ισιγκούρο, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι ξεκινάει ένα οδοιπορικό σε μια Αγγλία μυθική που κατοικείται από δράκους, ξωτικά, ιππότες και γίγαντες. Ο Αξλ και η Μπέατρις αποφασίζουν να ψάξουν τον γιο τους από τον οποίο διατηρούν ελάχιστες αναμνήσεις· δεν θυμούνται την όψη του, τα χαρακτηριστικά του, αλλά ούτε και το πως αυτός έχει χαθεί. Τον Αξλ «τον κατέτρωγε μια απώλεια χωρίς όνομα» και όπως και οι υπόλοιποι κάτοικοι του μυθικού αυτού κόσμου υποφέρει από τη μάστιγα της αμνησίας που τη λένε «ομίχλη» και που τους εμποδίζει να θυμούνται ακόμα και σημαντικά γεγονότα της ζωής τους.  Ακολουθώντας τον Αξλ και την Μπέτρις στην περιπλάνησή τους, το μυθιστόρημα μας προκαλεί στο να αναρωτηθούμε για τη φύση της μνήμης αλλά και της λήθης. Πόσο σημαντική είναι η μνήμη για ένα άτομο, για ένα ζευγάρι και για μια κοινότητα; Ποιοι είναι οι λόγοι της καταστολής της;

Το ζευγάρι παρεκκλίνει από τη γενική αποδοχή της λήθης και ακολουθεί αυτό που λαχταρά η ψυχή τους: αποφασίζουν να ψάξουν και να ανασύρουν το κοινό παρελθόν τους: «Είναι τόσα πολλά αυτά που δε θυμόμαστε».  Αυτό το είπε κοιτάζοντας πέρα μακριά στην ομίχλη, αλλά αμέσως γύρισε και κοίταζε αυτόν και μέσα στα μάτια της είδε μεγάλη θλίψη και νοσταλγία. Και εκείνη ήταν η στιγμή – ήταν βέβαιος γι’ αυτό- που του είπε: «Εδώ και καιρό το αρνείσαι, Αξλ, το ξέρω. Αλλά τώρα ήρθε η ώρα να το ξανασκεφτείς. Πρέπει να κάνουμε ένα ταξίδι, χωρίς καμία αναβολή».

Η ομίχλη προστατεύει αλλά ταυτόχρονα αποκρύπτει, εκείνοι που θα θελήσουν να απαλλαγούν από αυτή, θα ρισκάρουν και την αποκάλυψη της αλήθειας. Και εδώ τίθεται το ερώτημα: πόσοι είναι εκείνοι που είναι έτοιμοι να έρθουν αντιμέτωποι με ολόκληρη την αλήθεια; Μήπως ο αγώνας για την επιβίωση προϋποθέτει και έναν αριθμό από μικρά ψέματα που λέμε στον εαυτό μας και στους άλλους προκειμένου να συνεχίσουμε, μήπως η παραποίηση κάποιων γεγονότων μας βοηθάει να συγχωρέσουμε και να αφήσουμε πίσω αυτά που μας πονάνε περισσότερο; Επιπλέον σε μια μεγαλύτερη κλίμακα: μήπως η φύση της ειρήνης και της διατήρησής της βασίζεται στην απόκρυψη παλιών τραυμάτων και αντιπαραθέσεων; Αν το πέπλο που σκεπάζει τα παλιά δεινά ανασηκωθεί πόσοι θα είναι εκείνοι που θα συνεχίσουν τη ζωή τους όπως την έχουν οργανώσει, πόσοι θα παραμείνουν όρθιοι; Όσο για την αγάπη μήπως υπάρχει κίνδυνος να χαθεί κι αυτή;

«Τι είναι αυτά που λες πριγκηπέσα; Πώς θα μπορούσε η αγάπη μας να μαραθεί; Δεν είναι πιο δυνατή τώρα από την εποχή που ήμαστε νέοι και ερωτευμένοι;»

«Ναι αλλά Αξλ, ούτε που θυμόμαστε εκείνη την εποχή. Ούτε και τα χρόνια που μεσολάβησαν θυμόμαστε. Δε θυμόμαστε τους άγριους καυγάδες μας αλλά ούτε τις μικρές στιγμές που απολαύσαμε. Δε θυμόμαστε το γιο μας, ούτε και το λόγο που έφυγε».

«Μπορούμε να ανακτήσουμε όλες αυτές τις αναμνήσεις, πριγκηπέσα. Επιπλέον, όσα νιώθω για σένα στην καρδιά μου θα παραμείνουν πάντα εκεί, ανεξάρτητα απ’ όσα θυμάμαι ή όσα έχω ξεχάσει. Δε νιώθεις κι εσύ το ίδιο πριγκηπέσα;»

«Το ίδιο νιώθω, Αξλ. Αλλά αναρωτιέμαι αν αυτό που νιώθουμε σήμερα στην καρδιά μας, δεν είναι σαν αυτές τις σταγόνες της βροχής που συνεχίζουν να πέφτουν πάνω μας από τα μουσκεμένα φύλλα των δένδρων, παρότι η βροχή έχει εδώ και ώρα σταματήσει να πέφτει από τον ουρανό. Αναρωτιέμαι μήπως, χωρίς τις αναμνήσεις μας, η αγάπη μας είναι προορισμένη να μαραθεί και να πεθάνει;»

Ο «Θαμμένος γίγαντας» πέρα από μια αλληγορία για τη συλλογική και την ατομική μνήμη είναι μια βαθιά καταβύθιση στη συνείδηση και στην ενοχή, αλλά και στον αποσπασματικό και αργό τρόπο που ανακαλείται  ένα παλιό τραύμα, εξαιτίας του φόβου της συντριβής. Πέρα από μια ιστορία για την ομίχλη, τους δράκους, τις μονομαχίες και την αναζήτηση «Ο θαμμένος γίγαντας» είναι μια διδακτική ιστορία χωρίς διδακτισμό. Ένα ασυνήθιστα ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα που σου υπαγορεύει το δικό του ρυθμό, τα περισσότερα υπονοούνται παρά λέγονται, η δε  υπαινικτική γραφή συμβάλλει στην παράταση της συγκίνησης που ακολουθεί τον αναγνώστη ακόμα και μετά την ανάγνωση του.

 

Ο Ισγκούρο γράφει με εικόνες και μας υποβάλλει τα νοήματα μέσα από την κίνηση των χαρακτήρων, τις λιτές τους φράσεις και  χειρονομίες, την επανάληψη των διαλόγων  και την υποβλητική ατμόσφαιρα, στην οποία ο αναγνώστης εισέρχεται από την πρώτη σελίδα του βιβλίου.

Το ηλικιωμένο ζευγάρι ξεκινώντας το οδοιπορικό τους για να βρουν τον γιο τους και διασχίζοντας τη μεσαιωνική Αγγλία θα έρθουν αντιμέτωποι με πολλούς που έχουν καταπνίξει κι εκείνοι τις δικές τους οδυνηρές αναμνήσεις. Θα διαπιστώσουν πως η ειρήνη είναι βασισμένη πάνω σε γεγονότα που έχουν σβηστεί από τη μνήμη, και πως  αν το πέπλο ανασηκωθεί, αν η δράκαινα σκοτωθεί, ρισκάρουν την ακύρωσή της, τα παλιά  μίση και οι έχθρες θα έρθουν στην επιφάνεια και νέες συγκρούσεις και μίση θα διχάσουν τους λαούς αλλά και κατοίκους, φίλους και συγγενείς που ζουν στην ίδια κοινότητα. Η δράκαινα είναι εκείνη που είναι υπεύθυνη για την ομίχλη, η ανάσα της θολώνει τις αναμνήσεις, αν τολμήσουν να τα βάλουν μαζί της, ποιο θα είναι το τίμημα που θα αναγκαστούν να πληρώσουν τόσο ο καθένας ξεχωριστά, όσο και οι υπόλοιποι, εκείνοι που δεν ερωτήθηκαν, οι αθώοι και οι αδύναμοι, οι γέροι, τα παιδιά και οι λιγότερο ικανοί;

Στα έργα του Ισιγκούρο οι αφηγητές μιλούν απλά και απέριττα, παρότι η ιστορία και τα πάθη τους είναι συνήθως σκοτεινά και δυνατά.  Το κύριο μέλημά μου ως μεταφράστρια του μυθιστορήματος ήταν να  αναδείξω την ατμόσφαιρα που αγκαλιάζει τους ήρωες σε κάθε σκηνή και κάθε τους βήμα, αλλά και να αποδώσω τις περιγραφές και τους διαλόγους με τέτοιο τρόπο ώστε να μην ακυρωθεί ο υπαινιγμός που ελλοχεύει πίσω από κάθε τους φράση, και ο περιρρέων δισταγμός: ό,τι κι αν πουν είναι έτοιμοι να το πάρουν πίσω καθότι αβέβαιοι για την πραγματικότητα που έζησαν, δεν είναι ποτέ σίγουροι και την πραγματικότητα που ζουν. Μπορεί μεν τα συναισθήματά τους να είναι δυνατά αλλά θα παραμείνουν τα  ίδια μετά την απομάκρυνση της ομίχλης; Ο δισταγμός, ο υπαινιγμός, η αβεβαιότητα και ο φόβος κυριαρχούν σε κάθε τους βήμα, σε κάθε τους λέξη, με αυτή την έννοια το βιβλίο του Ισιγκούρο είναι δυο βιβλία: αυτό που  είναι γραμμένο στο χαρτί κι αυτό που έχει γραφεί καιρό πριν, η κρυμμένη ιστορία των ηρώων, το παρελθόν τους που  αποκαλύπτεται βήμα βήμα και που συχνά ο αναγνώστης το υποψιάζεται πριν οι ίδιοι οι ήρωες το αντιληφθούν.

Η ιστορία του Αξλ και της Μπέατρις αποκαλύπτεται κομμάτι κομμάτι, θραύσμα το θραύσμα, βήμα το βήμα,  και  η συμμετοχή στο οδοιπορικό τους είναι μια μαγική περιπέτεια, καθώς βιώνεις τη δική τους καταβύθιση ως εάν να είναι και δική σου υπόθεση και ευθύνη. Ένα βιβλίο που σε αναγκάζει να αναρωτηθείς για τη δική σου ομίχλη, τη δική σου αναγκαία αυτολογοκρισία, την καταστολή των  αναμνήσεων σου, το σβήσιμο στιγμών και επεισοδίων της ζωής σου. Και δεν μπορεί παρά να προβληματιστείς για το τι θα γινόταν εάν κάποια στιγμή όλα φωτίζονταν, αν ό,τι έχει καταχωνιαστεί έβγαινε στην επιφάνεια, αν όλες οι αλήθειες εμφανίζονταν ξάφνου μπροστά σου, θα εξακολουθούσε η ζωή να είναι η ίδια, κι εσύ θα παρέμεινες άραγε ο ίδιος άνθρωπος;

Οι ήρωες είναι ένα ηλικιωμένο ζευγάρι αλλά ο μεγάλος συγγραφέας μας τους παρουσιάζει είναι σαν δυο παιδιά που ξεκινούν για να ανακαλύψουν τον κόσμο βήμα βήμα, και ταυτόχρονα ανακαλύπτουν και τις δικές τους δυνάμεις, τον χαρακτήρα τους αλλά και την ιστορία τους, μέσα από τον ξανακερδισμένο χρόνο του ταξιδιού τους, ανακαλύπτουν και τη δύναμη της μεγάλης αμοιβαίας αγάπης που εν τέλει υπερβαίνει ακόμα και τη μνήμη.