Όταν η μεταφορά χάνει τη δύναμή της μπροστά στην πραγματικότητα

Πώς θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για το παρόν; Πως θα μπορούσε κανείς να περιγράψει το σημερινό τοπίο, την «άγνωστη απειλή» που περιφέρεται στους δρόμους της πόλης όπου οι μπεκετικοί ήρωες πληθαίνουν και πολλές αθηναϊκές γειτονιές αρχίζουν να θυμίζουν εικόνες παρμένες από σελίδες του Ντίκενς; Με ποιο τρόπο θα μπορούσε η συγγραφική «πένα» να αντλήσει «υλικό» από το ακόμα ρευστό «αχαρτογράφητο παρόν» και να συνθέσει μια διαχρονική αλήθεια, όταν όλες οι μεταφορές ωχριούν μπροστά σε όσα καθημερινά αντικρίζουμε· η γλώσσα παραλύει από τον χείμαρρο των οικονομικών όρων και αριθμών οι οποίοι συνήθως αφορούν περικοπές και μειώσεις; Πώς θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για την πραγματικότητα όταν εκείνη έχει πάρει το πάνω χέρι και έχει μετατραπεί σε «αόρατη απειλή», έχει στραφεί καταπάνω μας και μας κυνηγά με δόντια καλά ακονισμένα και νύχια γαμψά;

Οι σκηνές από βικτοριανά μυθιστορήματα είναι καθημερινές, δεν έχεις παρά να βγεις από το σπίτι σου: Προχθές έβλεπα μια γριά να κόβει το δένδρο στην αυλή της για να το κάνει καυσόξυλα και να ζεσταθεί στις γιορτές, όταν μια αναπόφευκτη σκέψη με πρόλαβε: κόβει το δένδρο που τη δροσίζει για να το κάψει, σαν να κόβει κρέας από το σώμα της για να το ψήσει και να το φάει. Η απελπισία και η ανάγκη συχνά οδηγούν στην αυτοκαταστροφή και στην ασυλλόγιστη κατασπατάληση ακόμα και αυτού που έως χθες ήταν πολύτιμο.

Το συνεχώς μεταβαλλόμενο τοπίο του σήμερα θα μπορούσε να έχει εξαχθεί από σελίδες μυθιστορήματος «επιστημονικής φαντασίας» ή «θρίλερ για γερά νεύρα» με βαμπίρ, τύπου «ζούνε ανάμεσά μας» και δολοφόνους που έχουν αποκτήσει πρόσβαση σε ελιξίρια που προκαλούν αμνησία και παραλυσία. Επιστημονική φαντασία ή θρίλερ; Το θρίλερ ίσως καλύτερα από όλα τα είδη να είναι σε θέση να περιγράψει το παρόν, τον «κίνδυνο» που καραδοκεί σε κάθε γωνιά της πόλης, την πλέον «μόνιμη απειλή» μιας Συντέλειας συντελεσμένης, μιας απειλής επίμονης και ανυποχώρητης, στην καλλιέργεια της οποίας μοιάζουν να έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη δεξιοτεχνία οι πολιτικοί μας καθώς και στην ανάλγητη δημιουργία σασπένς χωρίς ατμόσφαιρα. Με το αργό και σταθερό σπάσιμο των νεύρων και κάθε αντίστασης επιδίδονται στον αφοπλισμό μας από κάθε κριτική σκέψη και στην αποδυνάμωση της βούλησης, μέσω της τρομοκρατίας των «αστάθμητων παραγόντων» και των ακόμα σκληρότερων μέτρων που μας περιμένουν.

Σ’ έναν τόπο όπου τα τελευταία χρόνια παραμονεύει η παρατεταμένη απειλή της συντέλειας, λίγοι τολμούν να καταπιαστούν με το παρόν, ενώ παρατηρείται μια τάση «φυγής», μια συνεχώς αυξανόμενη τάση (νοερής) μετοίκησης σε άλλα μέρη. Οι έλληνες συγγραφείς διστάζουν. Ίσως η αμηχανία να καταπιαστούν με την πραγματικότητα να οφείλεται στο ότι «δεν τολμούν να πιστέψουν στα ίδια τους τα μάτια». Ίσως αυτό ενισχύει την τάση της «φυγής» στο παρελθόν: Γράφουν «ιστορικά μυθιστορήματα» που σε «φυγαδεύουν» σε γοητευτικές πόλεις, γαρνιρισμένες με την αχλή μιας σκοτεινής γοητείας και ασφάλειας που παρέχει η χρονική απόσταση ή σε ιστορικές εποχές που λόγω του χρόνου που μεσολάβησε από το σήμερα, περνούν στο απυρόβλητο.

Με το πρόσχημα πως η ερμηνεία του παρόντος είναι δουλειά του ιστορικού και όχι του μυθιστοριογράφου, και πως θα πρέπει να μεσολαβήσει «απόσταση» από τα ιστορικά γεγονότα προκειμένου αυτά να αποτελέσουν υλικό μυθοπλασίας, να δοκιμαστούν και να περάσουν από το φίλτρο του χρόνου, σήμερα συνεχίζουν να γράφονται βιβλία για το Ολοκαύτωμα, τους δυο Παγκόσμιους Πολέμους, τον Εμφύλιο, τη χούντα, κάποιοι καταπιάνονται με τη δεκαετία του ογδόντα, με την μεταπολίτευση, ενώ ελάχιστοι από τους σύγχρονους συγγραφείς μας τολμούν να μιλήσουν για το δικό μας ολοκαύτωμα, αυτό που λαμβάνει χώρα στο κατώφλι μας, ενδεικτικό, ίσως, του «σοκ» που έχουμε όλοι υποστεί από τις ραγδαίες μεταβολές στη ζωή μας αλλά και στις σχέσεις μας. Διστάζουν να μιλήσουν για την εποχή μας: μια εποχή, όπου σχεδόν ταυτόχρονα με την οικονομική κρίση, αυξήθηκε και η συσσώρευση «φίλων» και «like» σε μια εικονική ζωή, την ώρα που όλοι παραμένουν αμπαρωμένοι στα σπίτια τους και χάνουν καθημερινά κάτι από την υλική τους υπόσταση. Με άσκοπες και άκοπες αναρτήσεις μετατρέπονται σε θεατές μιας εικονικής κοινωνικότητας, της δήθεν ζωής τους (μια ακόμα περίπτωση αυτοανάλωσης, αντίστοιχη με την περίπτωση της γριάς με τα καυσόξυλα).

Κι όμως τα ιστορικά μυθιστορήματα συνεχίζουν να γράφονται, να διαβάζονται, να βραβεύονται: ένας ακόμα τρόπος διαφυγής από το ζοφερό παρόν. Συγγραφείς και αναγνώστες επιστρέφουν στις χαμένες πατρίδες, στη Σμύρνη, στην Πόλη στην Αλεξάνδρεια, κι όλα αυτά κάτι λένε για το συλλογικό μας ασυνείδητο, κάτι λένε για τη νοσταλγία και την αίσθηση του «ανήκειν», για το έδαφος που χάνεται κάτω από τα πόδια μας καθημερινά, για όλους εμάς που επιμένουμε να ζούμε και να περπατούμε ακόμα σ’ αυτή την πόλη.

Σύνδεσμος στην Athens Voice